Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Από το άλλο μέρος ο Κουλούφ, με το να του είχε διηγηθή ο Αναΐππης διά την ωραιότητά της και διά το κάλλος της, του επλήθαινε μία φλογερά περιέργεια διά να ιδή την αλήθειαν. Ετούτη η επιθυμία που τον επείραζε και δεν ημπορούσε να εβγάλη την περιέργειάν του, με το να ήτον νύκτα, τον έκαμε να χάση την υπομονήν, και άρχισε να λέγη.
Έρριχναν το λιθάρι μαζί τους, λαλούσαν τη φλογέρα, σαλάχαγαν τα γιδοπρόβατα « χάι!.... χάι!....ααααααααααα Από κει κατέβαιναν στους κάμπους με τους ζευγάδες· έπειτα πήδαγαν στις αργατιές, στο θερό και στον τρύγο· έπαιρναν κ' έδιναν σκοπούς στις λυγερές και στα παλληκάρια.
Πάει στη λίμνα ολόχαρος, και γελαστός πάει στην οχθιά, και ζυγώνει αποκεί την καταβόθρα. Βγάνει τη φλογέρα απ το σελάχι του και τη φιλεί, τη φιλεί. Δακρύζει και την πετάει στην καταβόθρα. Και φέβγει, φέβγει, αφίνει πίσω του του Μπέη τις άπειρες κοπές και τα πυκνά της Αρκαδίας τα δάσα.... — Χάι! Ψαρή μ', χάι ! μαγκουφίτη μ'.... — Οπού λες.
Θάψτε με δίχως κλάυματα και δίχως μοιρολόγια, Τουφέκια να μου ρίχνετε, τραγούδια να μου λέτε. Μαζί μου, μέσ' 'ς το μνήμα μου, και το καυκί μου βάλτε, Το πλουμιστό μου το καυκί, τον ώμορφο αραγό μου, Το πενταπήχινο ραβδί, την ακριβή φλογέρα, Και τ' ασημένια τ' άρματα. Λεν πως 'ς τον Κάτω Κόσμο Οι νιοι βαστάνε τ' άρματα κ' η λυγερές τους στόλους.
«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη, γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.
Τα ραπίσματα συ της Τύχης και ταις χάρες εδέχθης όμοια, κ' είν' ευλογημένοι εκείνοι 'πώχουν αίμα και νουν συγκερασμένα τόσο, ώστε δεν γίνονται φλογέρα να τους παίζη το δάκτυλο της Τύχης 'ς τα κλειδί 'πού θέλει. Άνθρωπον να μην ήναι ανδράποδο του πάθους δος μου, και θα τον φέρω 'ς της καρδιάς τα βάθη, 'ς την καρδιά της καρδιάς μου, καθώς έχω εσένα. Αλλ' ως προς τούτο 'είπα πολλά.
Άλλαξε τ' αναστέναγμα, τ' αγέρα μέσ 'ς τα δέντρα, Άλλαξαν κ' η μοσχοβολιαίς των λουλουδιών για εμένα Άλλαξε της Αυγής το φως, της νύχτας το σκοτάδι, Άλλαξαν τη φεγγοβολιά, τ' αστέρια, το φεγγάρι, Κ' η κόρη απ' τότες άλλαξε 'ς τα βάθηα της καρδιάς μου, Κ' εκείνη η αγάπη η παιδιακή, πούχα γι' αυτήν, η αθώα Έγεινε αγάπη της καρδιάς κι' όλο τον νου μου αγάπη· Απ' τότες άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο.
Πολύς απέρασε καιρός. Μα από την μέρα εκείνη Πόνος με σφάζει καρδιακός κ' ήσυχο δε μ' αφίνει. Βολές με κάνει να γελώ, βολές ν' αναστενάζω. Βολές να κλαίω, και βολές τραγούδια ν' αραδιάζω. Κάποτε μ' είδαν στο χωριό, σε μια μεγάλη σκόλη, Κι' όσ' έμαθαν για το νερό, το καταριώνταν όλοι. Κ' η δόλια η βρύση ερήμαξε. Κι' οχ' τότε νύχτα μέρα Ούτε τραγούδι ακούς εκεί, ούτε γρυκάς φλογέρα.
Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.
Η περηφάνια, το πάθος, η επιθυμία να γκρεμίσει την παλιά, άθλια ζωή της και με τα συντρίμμια να ξαναχτίσει μια άλλη, καινούργια και δυνατή, όλα αυτά έλαμπαν φλογερά μέσα στα μάτια της. «Άκουσέ με, Έφις», είπε τραβώντας πάλι το φως, «να πεις, λοιπόν, στον Πρέντου ότι τον θέλω, αλλά ότι πρέπει να παντρευτούμε γρήγορα, πριν από εκείνους τους δυο.» Κεφάλαιο δέκατο έβδομο
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν