United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Στο πλευρό της Δημοπούλας της περίμορφης! Η ΦΛΟΓΕΡΑ κ. Ν. Πουρναρά. — Ήσυχα πούναι τα βουνά, ήσυχοι πούναι οι κάμποι Ήσυχαις πούναι η λαγκαδιαίς και τα κλαριά κι' η βρύσαις, Ήσυχαις πούναι κ' η σπηλιαίς! Κι αυτά τα νυχτοπούλια Γρήγορ' απόψε κούρνιασαν τα μαύρα και δεν σκούζουν.

Ήταν κ' οι δυο ξανθόμαλλα κι ανήλικα κοπέλια, τεχνίτες στη φλογέρα οι δυο, τεχνίτες στο τραγούδι.

Και τότες φτάνει ο Πάτροκλος μπροστά στον Αχιλέα χύνοντας δάκρια φλογερά, σα βρύση βουρκωμένη π' απ' ορθολίθι τα θολά κατρακυλάει νερά της.

ΚΟΡΥΔΩΝ Όσο για τη φλογέρα του, πριν φύγη για την Πίσα μου την εχάρισε, κ' εγώ, τεχνίτης στη φλογέρα, παίζω γλυκά και τεχνικά της Γλαύκης τα τραγούδια, παίζω γλυκά και τεχνικά του Πύρρου τα τραγούδια.

Τ' έχεις, φλογέρα, πες μου το, πες μου το, μη σωπαίνης· Τι κλαις μονάχη και ξυπνάς την πλάσι από τον ύπνο; Και τον κρυφό τον πόνο μου ξυπνάς και την καρδιά μου, Κ' αρχίζει τ' αναστέναγμα, αρχίζει και το κλάμα! Φαρμακωμένη η δύστυχη μέρα με μέρα σβυέται, Αφ' όντας την αγάπη μου τα μάτια μου δεν είδαν.

Κι' ο νιος βοσκός χαρούμενος Φυσσόντας τη φλογέρα, Γιομόζει τον αγέρα, Με τραγουδιών φωναίς. Κάθε ψυχή ευφραίνεται, Την άνοιξι γιορτάζει· Ο Θύρσης σκυθρωπάζει Στη γενική χαρά. Ωραία Δάφνη πρόβαλε Να την αποστολίσης, Και τότες είναι ο Θύρσης, Ο πλέον ευτυχής. Έρωτά μου παιγνιδιάρη, Να μου κάμης κάπια χάρι Σου ζητώ ξεχωριστή· Την αγάπη που λατρεύω Οχ τ εσένα τη γυρεύω Σ' ένα, απ' όλαις χωριστή.

Μην είνε Λάμια του γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα; Μην είνε του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης;... Κόφτ' η φλογέρα τον ηχό κι' ο νηός ορθός φωνάζει: — Αν είσαι του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσης, Γύρνα και κρύψου 'ςτής σπηλαίς και κρύψου 'ςτά νερά σου, Και μη πατάς τον τόπο μου, μην έρχεσαιεμένα, Γιατ' έχω γκόλφι και σταυρό, κι αγάπη 'ςτήν καρδιά μου. — Δεν είμαι Λάμια τον γιαλού και της ερμιάς Νεράιδα, Ούτε και του βουνού Ξωθιά και Μάγισσα της βρύσις, Μόν' είμαι η πρώτη αγάπη σου κ' αγάπη σου η αιώνια.

Φύγε απ' ομπρός μου! είπεν η Μαργή ωχριάσασα και οπισθοδρομούσα. — Πε μου «ώρα καλή» να σ' αφήσω να περάσης. — Φύγε, λέω, να μη με κριματίσης κ' έρχομαι απού το ξαγόρεμμα, επανέλαβεν η κόρη με ταραχήν μεγαλειτέραν. Ο Πατούχας έσκυψεν εις τρόπον ώστε η φλογερά πνοή του ερρίπισε το πρόσωπον της κόρης. — Κ' είπες το του παπά πως σ' αγαπώ; εψιθύρισε.

Και συ φλογέρα μου, γιατί, γιατί δεν ησυχάζεις; Τ' έχεις καϋμένη, και βογγάς και κλαις κι' αναστενάζεις, 'Σ όλην αυτή την ερημιά, 'ς όλην αυτή τη νύχτα, Και λες τραγούδι φλίβερο και παραπονεμένο, Και τον αντίλαλο ξυπνάς 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτά δάση, Ξυπνάς κι' από τον ύπνο της την ώμορφη την πλάσι;... Ξύλο δεν ήσουν άλλαλο κι' ανώφελη βεργούλα, Κ' εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέρηα την ψυχή μου; Σώδωκα αθάνατη φωνή και πόνο και γλυκάδα, Που σε ζηλεύουν σαν σ' ακούν ακόμα και τ' αηδόνια.

Η Νοέμι τον περιφρονούσε, δεν του απηύθυνε το λόγο, όταν όμως ήταν μόνη τον ξανάβλεπε, σκυμμένο επάνω της, να της βρέχει το πρόσωπο με το ξύδι και τα δάκρυά του, και ξανάκουγε την τρεμάμενη φωνή του και τα λόγια του. «Θεία Νοέμι, θεία μου, θεία μου! Γιατί, γιατί έγινε αυτό;», και τα μάτια του, θλιμμένα και φλογερά όπως εκείνος ο καλοκαιρινός ουρανός, δεν έφευγαν από το μυαλό της.