Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Σεπτεμβρίου 2025


Πρέπει να στείλετε εξάπαντος κάποιον να φωνάξει τον Έφις. Ήρθε ο Τζατσίντο. Μετά να έρθετε να κοιμηθείτε μαζί μου. Φοβάμαι να μείνω μόνη…. με έναν ξένο…» «Θα πάω να φωνάξω κάποιον για να τον στείλω στο κτήμα. Εγώ όμως στο σπίτι σας δεν έρχομαι, όχι. Το σπίτι δεν το αφήνω στα χέρια του στοιχειού…Και για να μην μπει το στοιχειό όσο θα έλειπε, άφησε αναμμένο το δαυλί στο κατώφλι της πόρτας.

Το ανθρωπάκι όμως, που μαγείρευε σκυμμένο μακαρόνια, σήκωσε τα θλιμμένα του μάτια και ο Τζατσίντο γέλασε και κοίταξε τα δοκάρια της στέγης. «Ξέρεις Έφις, τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ, ενοικιαστής αυτού εδώ του καλού άνθρωπο του Θεού, προσπάθησα στ’ αλήθεια να κρεμαστώ.

Διάβασα μερικές αράδες, μετά το πήρα από το ντουλάπι, σήμερα…. Είναι δικό μου, είναι της μητέρας μου, είναι δικό μου… Δεν αξίζει σ’ αυτό το γράμμα να βρίσκεται εκεί…» «Τζατσίντο! Δώστο μουείπε ο Έφις απλώνοντας τα χέρια. «Δεν είναι δικό σου! Δώστο μου: θα το επιστρέψω εγώ στις κυράδες μου.» Ο Τζατσίντο όμως έσφιγγε το γράμμα μέσα στα χέρια του και κουνούσε το κεφάλι.

Ο Τζατσίντο ήπιε και ο Έφις έχυσε έπειτα τις τελευταίες σταγόνες καταγής. Οι μέλισσες πλησίασαν και τριγύρω σχηματίστηκε ένας γλυκός βόμβος. Μόλις όμως φτάσανε στο Ριμέντιο το αγόρι φάνηκε να είναι ευχαριστημένο. Είχε αγκαλιάσει τις θείες του και τις άλλες γυναίκες, είχε φάει καλά και είχε χορέψει σαν βοσκός στο πανηγύρι. Τώρα κοιμόταν και ροχάλιζε.

Σας βαραίνει το δισάκι; Είναι γεμάτο χρυσάφι; Κάνατε περιουσία στα κρυφά∙ πονηρός που είστεΚάθισε και ακούμπησε το δισάκι καταγής, και κοίταζε την Γκριζέντα, και η Γκριζέντα τον κοίταζε πονηρά δίνοντάς του να καταλάβει ότι ήξερε την αλήθεια. «Όμως κι εμείς, μπαρμπα-Έφις, κι εμείς, εγώ και ο Τζατσίντο, κάτι θα κάνουμε.

Μέσα σ’ εκείνους τους χτύπους παλλόταν και η καρδιά του Τζατσίντο και του Έφις του ερχόταν να κλάψει όταν τον σκεφτόταν. Να τος, του φαινόταν ότι τον είχε πάντα μπροστά στα μάτια του, ψηλό, ήρεμο, άσπρο από το αλεύρι, σαν νεαρό φυτό που το σκεπάζει η πάχνη, εξαγνισμένο από την εργασία και από την πρόθεσή του να κάνει το καλό. Όλοι τον αγαπούν κι εκείνος είναι ευγενικός με όλους.

Και τι κάνει ο ντον Τζατσίντο;» «Ε, δουλεύει και διασκεδάζει. Είναι εύθυμος, χρυσό παιδί. Όλες οι γυναίκες τρέχουν από πίσω του…. τσακώνονται για χάρη του λες και είναι γλυκό από μέλι…»

Του άπλωσε ένα νόμισμα, αλλά ο Έφις τον κοίταζε στα μάτια με τη ματιά ενός πιστού σκύλου και αναστέναζε χωρίς να προσβάλλεται. «Ντον Πρέντου, αφεντικό, πείτε μου νέα για τις κυράδες μου.» «Τις κυράδες σου; Μήπως τις βλέπει κανείς; Είναι κλεισμένες στη φωλιά τους σαν κουνάβια.» «Και ο Τζατσίντο;» «Τον είδα στο Νούορο, τον πειναλέο.

Αυτό που έχει σημασία είναι ν’ αλλάξεις πορεία, τώρα. Να σταθείς στα πόδια σου επιτέλους. Καταλαβαίνεις;» Ο Τζατσίντο όμως, που μέχρι την τελευταία στιγμή ήλπιζε στη βοήθεια του υπηρέτη, δεν απάντησε, δεν ξαναμίλησε. Κουβαριασμένος σαν άρρωστο ζώο, άκουγε τις ακρίδες να πετούν θροΐζοντας ανάμεσα στα ξερά φύλλα και παρακολουθούσε με ηλίθιο βλέμμα το χτύπημα των φτερών τους που ιρίδιζαν.

Τώρα η ντόνα Έστερ και η ντόνα Ρουθ κάθονταν ταπεινές και ντυμένες στα μαύρα σαν δυο καλόγριες, με τη λευκή μαντίλα στο κεφάλι και τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τις ποδιές τους, έχοντας στο νου τους τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και τον Τζατσίντο που κι αυτός ήταν μακριά.

Λέξη Της Ημέρας

υδραργύρου

Άλλοι Ψάχνουν