Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Σεπτεμβρίου 2025


Πώς μπορούσα να πω όχι; Εσύ δεν ήξερες τίποτακατέληξε ξαναρχίζοντας το γνέσιμο. Ο Έφις ένοιωσε ταπεινωμένος. Θυμόταν ότι η ντόνα Έστερ είχε γράψει κρυφά στον Τζατσίντο να έρθει∙ κρυφά μπορούσε να υπογράψει και τη συναλλαγματική.

Αυτοί όμως που βρίσκονταν δώθε από το τοιχάκι δεν τον άφηναν ήσυχο να ατενίζει μια τέτοια ομορφιά. Εκείνος δεν έστρεφε πλέον το πρόσωπο προς αυτούς∙ μόνο μια μέρα ένα χέρι που ακούμπησε στον ώμο του και μια φωνή που τον καλούσε σιγά σιγά στο αυτί τον έκαναν να τιναχτεί. «Έφις! ΈφιςΤο πρόσωπο του Τζατσίντο, τα γλυκά του μάτια, υγρά από συμπόνια ήταν καρφωμένα επάνω του.

Τώρα όμως, στο σπίτι με τις θείες, είμαι όπως εκεί…. και δεν ξέρω…Μια φωνή που είχε κάτι το κοροϊδευτικό διέσχισε τη σιωπή της πλαγιάς, πάνω από τους δυο άντρες, και ο Τζατσίντο πετάχτηκε επάνω έκπληκτος νομίζοντας ότι κάποιος είχε ακούσει την ιστορία του και τον περιγελούσε.

Και να τος πράγματι ο Τζατσίντο που έρχεται βιαστικός, ξεσκούφωτος, με τα μαλλιά του και τα ρούχα άσπρα από το αλεύρι. Κάποιος είχε πάει να τον ειδοποιήσει για τον ερχομό του υπηρέτη. «Τι γυρεύεις εδώ πάνω;», τον ρώτησε, πιάνοντας τον από τα μπράτσα και ταρακουνώντας τον.

Τόσο ο ίδιος όσο και ο Τζατσίντο περίμεναν να δούνε από τη μια στιγμή στην άλλη να φτάνει η Γκριζέντα, αλλά οι μέρες περνούσαν κι εκείνη δεν ερχόταν.

Ήθελα να προτείνω στον ντον Τζατσίντο να βγάλει και να μου δώσει τα δέκα σκούδα που μου χρωστάς, αλλά, μα την πίστη μου, σκέφτηκα μετά πως δεν ήταν σωστό. Εάν όμως, όταν ανανεώσουμε τη συναλλαγματική, κάνουμε το λογαριασμό…..» Ο Έφις κατέβαλε προσπάθεια για να μετακινηθεί.

Γιατί να μην βρω καταφύγιο εκεί επάνω μόνος και να τρέφομαι με χόρτα , με κλεμμένο κρέας, ελεύθερος σαν τους ληστές; Αλλά από ένα άνοιγμα της κοιλάδας είδε το Λυτρωτή επάνω στο βράχο με έναν μεγάλο σταυρό που ένωνε το γαλάζιο ουρανό με τη γκρίζα γη και γονάτισε με κατεβασμένο το κεφάλι, όλος ντροπή για τις φαντασιώσεις του. Ο Τζατσίντο ήταν στην Ολιένα.

Και οι δυο το ίδιο πράγμα σκεφτόντουσαν, τη φυγή της Λία, τον ερχομό του Τζατσίντο και έκπληκτες άκουσαν την Γκριζέντα να ψιθυρίζει: «Μα αφού εκείνοι που μένουν στις μεγάλες πόλεις θέλουν να έρθουν εδώ!» Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στην αυλή.

Μπορεί να σας στείλει στα άλλα κτήματά του, επειδή εμένα μου αρέσει εδώ. Εδώ είναι καλό μέρος∙ το λέει και η Γκριζέντα.» «Τι κάνει η Γκριζέντα;» «Ράβει το νυφικό της.» «Πες μου, Τσουαναντόνι, ο ντον Τζατσίντο ήρθε στο χωριό;» «Ο γαμπρός μου», είπε το αγόρι με περηφάνια, «ήρθε, ναι, τον περασμένο Ιούλιο. Η Γκριζέντα ήταν συνέχεια άρρωστη, παραλίγο να τη βρει νεκρή. Ναι, ήρθε…»

Κοκκίνισε φευγαλέα το μέτωπό της∙ σαν μια φλόγα που λάμπει για μια στιγμή μονάχα κι έπειτα σβήνει μακριά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ανέβηκε από τα βάθη της συνείδησής της η βεβαιότητα ότι κι αυτή θα έκανε, λίγα λεπτά πριν, οποιαδήποτε τρέλα για τον Τζατσίντο. Έπειτα σιωπή, σκοτάδι.

Λέξη Της Ημέρας

υδραργύρου

Άλλοι Ψάχνουν