Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Σεπτεμβρίου 2025


Για τον Τζατσίντο μίλησε συγκινημένη η τοκογλύφος. «Τι καταδεχτικό παλικάρι! Είναι λιγομίλητος, αλλά καλός σαν το μέλι. Διασκεδάζει σαν παιδάκι και έρχεται εδώ για να φάει το κριθαρένιο ψωμί μου. Νατος που έρχεται με την Γκριζέντα από τη βρύση

Ακόμη και τα φαντάσματα εκείνη τη νύχτα δεν τολμούσαν να βγούνε, τόσο φως υπήρχε τριγύρω. Και το νερό μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα χτυπήματα από το πλύσιμο των ρούχων των πάνας. Και τα φαντάσματα ήταν γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Ο υπηρέτης μόνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν την ιστορία του Τζατσίντο και του λιμενάρχη και δοκίμαζε μιαν ατέλειωτη γλύκα, μιαν ατέλειωτη θλίψη.

Ο Έφις πήγε μια μέρα να τον δει και ανάμεσα στο θόρυβο της μηχανής και στις κινήσεις των χλωμών μορφών μπροστά σ’ ένα φλεγόμενο φόντο, ανάμεσα στο μπλέξιμο των σκιών και στο τρίξιμο των βαρών, του φάνηκε πως διέκρινε μια μικρογραφία του Καθαρτηρίου και τον Τζατσίντο να βασανίζεται ανάμεσα στους κολασμένους, περιμένοντας ωστόσο στο τέλος την εξιλέωση.

Κάποια απογεύματα ο Τζατσίντο κατέβαινε στο κτηματάκι για να μεταφέρει στο χωριό φρούτα και λαχανικά που οι θείες τα πουλούσαν στο σπίτι κρυφά λες και ήταν κλεμμένα, αφού δεν ταιριάζει σε γυναίκες ευγενικής καταγωγής να κάνουν τις μανάβισσες, και αυτό ήταν το πιο χρήσιμο πράγμα που έκανε. Τον υπόλοιπο καιρό τον περνούσε τεμπελιάζοντας εδώ κι εκεί στο χωριό.

Κι εμείς χορέψαμε όταν είχαμε φτερά στα πόδια. Και τώρα τι κάνετε, κυρά μου;» Η ντόνα Έστερ έκλαιγε από χαρά, αλλά προσποιήθηκε ότι φταρνιζόταν. «Σαν πιπέρι είναι το ταμπάκο σας, παπα-Πασκά!» Ο πιο ευτυχισμένος από όλους ήταν ο Έφις. Ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα σωρό χόρτα, μέσα σε ένα από τα άδεια κελιά, του φαινόταν ακόμη πως χόρευε και θαύμαζε τον Τζατσίντο.

Ανέβηκε στο μπαλκόνι για να δώσει στον ιερέα ένα καλαθάκι με μπισκότα, δώρο από μια χωριάτισσα, και από εκεί πάνω είδε τον ντον Πρέντου, που είχε σταματήσει στη βρύση να ποτίσει το άλογό του, να πλησιάζει τον Τζατσίντο και την Γκριζέντα και να σκύβει να τους πει κάτι.

Πριν πιάσουν οι ζέστες, και έπειτα το φθινόπωρο είναι ωραία στη σκιά εκεί πάνω! Και τη νύχτα; Το φεγγάρι μας κρατά συντροφιά σαν νύφη και τα καρπούζια εδώ κάτω στο περιβόλι μοιάζουν τότε σαν κρυστάλλινες φούσκες.» «Ναι, καμιά φορά θα έρθω», υποσχέθηκε ο Τζατσίντο κατεβαίνοντας με σβελτάδα από το ποδήλατο σαν πουλί.

Ο Έφις προσπάθησε να του το πάρει. Παρακαλούσε, λες και ζητιάνευε. «Τζατσίντο, δώστο μου. Θα το επιστρέψω εγώ, θα το ξαναβάλω στο ντουλάπι. Εγώ θα μιλήσω μαζί τους, θα τις ηρεμήσω. Εσύ περίμενέ με εδώ, αλλά δώσε μου το γράμμα.» Ο Τζατσίντο τον κοίταξε. Ο ώμος του έτρεμε, αλλά τα μάτια του ήταν ψυχρά, σχεδόν άσπλαχνα.

Όχι, δεν τον γνώριζε, αλλά ήταν σίγουρος πως όταν πήγαινε στο Νούορο θα την έπαιρνε τη θέση. Η Νοέμι χαμογελούσε με μνησικακία και ειρωνεία, σκυμμένη πάνω από την ομελέτα: έτσι εύκολα βρίσκεται μια θέση! Τόσοι ψάχνουν μια θέση! «Μα εσύ εγκατέλειψες την δουλειά που είχες;», ρώτησε βιαστικά χωρίς να ανασηκώσει τα μάτια. Ο Τζατσίντο δεν απάντησε αμέσως.

Τότε η Νοέμι γέλασε και τα γερά της δόντια έλαμψαν έως μέσα, όπως εκείνα ενός μικρού κοριτσιού που είναι πολύ χαρούμενο. Εκείνο το γέλιο τον πείραξε τον Έφις, τον θύμωσε, τον έκανε κακό και ψεύτη. «Κάτι ακόμη πιο σοβαρό, ντόνα Νοέμι! Ναι, με αναγκάζετε να σας το πω. Ο ντον Τζατσίντο απειλεί να γυρίσει εδώ…. Καταλαβαίνετε

Λέξη Της Ημέρας

υδραργύρου

Άλλοι Ψάχνουν