Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Πήρανε μαζί τους και τα γυναικόπαιδα που τριγύριζαν. — Ένα κρασί στα παιδιά, προστάζει ο Δημήτρης του Φώτη. Να μου πήτε τώρα το τι ακούσατε χτες προχτές από τα τούρκικα. Τι έτρεξε; — Νά, πετιέται κι αποκρίνεται ένας τους. — Σα να είχε κάποιο νόημα αυτό που είπε ο μουρτάτης. Αφορμή θα γύρευε να σκεπάση τις μπερμπατιές του, λέει άλλος. — Αυτός θα είνε ο σκύλος, ξαναλέει τρίτος.
Πάει να κομματιάζετε ένα τόσο ευγενικό ζώο σα σφαχτό γουρούνι; Έτσι λοιπόν το συνηθάτε σ' αυτόν τον τόπο; — Ωραίο αδέρφι, απάντησε ο αρχικυνηγός· τι κάνω που σας φαίνεται παράξενο; Ναι, κόβω πρώτα το κεφάλι τον ελαφιού, έπειτα θα κόψω το σώμα του τέσσερα κομμάτια και θα τα πάμε, κρεμασμένα από τη σέλλα μας, στο Βασιλιά Μάρκο τον κύριό μας.
Κι' αφίνοντάς τους έτσι αφτούς σακατεμένους χάμου, πήγαν και θρήνος έκαναν μες στο σωρό, σα χοίροι που λαγωνίκες άσκιαχτοι ορμούν και δοντοσκίζουν· 325 έτσι έστρεψαν και σκότωναν. Και με χαρά οι Αργίτες γλυτώσανε απ' τον Έχτορα και πήρανε μια ανάσα.
Χάμου εκεί πέρα ο Έχτορας σωριάστηκε στις σκόνες, 330 κι' έσκουξε του Πηλέα ο γιος περήφανα από πάνου «Έχτορα, εσύ ίσως έλεγες, σα μούσφαζες το βλάμη, δεν έχει φόβο, θα σωθείς, τι έτυχα εγώ μακριά σου... Άμιαλε! πίσω ξοφλητής στα βαθουλά καράβια καρτέραε ένας πιο γερός, εγώ που εδώ με βλέπεις, εγώ που σ' έσφαξα.
Κι' ότι έφτασαν στου Μενεστιά τον πύργο ροβολώντας μέσα απ' το κάστρο — και δεινά τους ήβρανε σφιγμένους — να! τότε οι άλλοι σα θολή τις πολεμίστρες μπόρα 375 ανέβαιναν, των Λυκιωτών οι στρατηγοί κι' αρχόντοι· μα αφτοί τούς πέφτουν σα θεριά και το πελέκι αρχίζει.
Πριν όμως μ' απολογηθή τούτος, ο Γεροκαλαμένιος, ο φίλος μου, έστρεψε κατά πάνω μου τα δυο ματογιάλια του, — σα να μου γνώρισε τη φωνή κ' εγύρευε να ιδή αν είμαι ο ίδιος, — και σα με είδε κοντά του, γύρισε κατά τους άλλους κ' είπε : — Σταθήτε και το δασκαλόπουλο θα μας το δείξη τι φανερών' η εικόνα, μωρέ παιδιά. Το γνωρίζω γω, ξέρει πολλά πράματ' αυτό, και θαν' το ξηγήση.
Αναλαμπή η εκ μεγάλης πυρκαϊάς προκύπτουσα λάμψις, αλλά και αυτή η θερμότης της φλογός. » Ανέλπιστο λιοβόρι. » σ. 221 Λιοβόρι βορειανατολικός άνεμος πνιγηρός και καυστικός. » Και χίλια τ' αντιρίμματα. σ. 221 Αντιρίμματα οι περί την ρίζαν δένδρου τινος φυόμενοι βλαστοί. Σα στο κυβέρτι η μέλισσαις πριν ο γονός κινήση. σ. 221 Κυβέρτι το κύβεθρον, η κυψέλη.
Κ' έπειτα δε μίλησε πια, παρά κύτταζε μπροστά του. . . Είναι άνθρωποι που ζούνε σα χόρτα και κοτρώνια-ζουν και δε μιλούνε, μόνο βλέπουν τη ζωή τους σαν τα χόρτα και τα κοτρώνια : τη βλέπουνε σε μεγαλύτερο βάθος, με περισσότερη ένταση από εκείνους που ξεφωνίζουν και ξέρουν και λεν το τι αισθάνονται- γιατί μπορεί και λέγεται με λόγια. . . Κύττα λοιπόν κ’ εσύ, αγόρι μου, τον άσπρο γύρο τον κολλαριστό του νυφικού σου κρεββατιού και μέτρα τις θηλειές της χερόπλεχτης νταντέλλας κάτω-κάτω ! Κύττα μια μεγάλη άρρωστη μύγα, που δεν πέθανε το χειμώνα, πως πετάει, βαριά, με βόμβο μονότονο από το τζάμι στην πλεχτή κουβέρτα και πίσω!
Μόνε σα φτάσω μια φορά ως στα γοργά καράβια, 180 το νου σας! έχετε έτοιμη φωτιά, κι' εγώ τους κάνω στάχτη τα πλοία, κι' όλους τους σα γίδια τους παστρέβω.» 182
Δε μούπε κιαφέντης μου είντα τα θέλω τα χέρια και τάχω; Έπειτα κατέβη εις την ράχιν: — Καλλίτερα να τόνε δείρω σα γάιδαρο. Συγχρόνως δεν έπαυε να περιστρέφεται εις το πνεύμα του το σκοτεινόν πρόβλημα· τι να ήτο το δέσιμο με το οποίον τον εφοβέριζεν ο Τερερές; Ο δρόμος τον έφερε προ της οικίας του Θωμά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν