Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Μα όταν μιας σμίξανε οι θεοί τ' αθρώπινα κοπάδια, ξεσπά η Αμάχη ανήμερη, χουγιάζει κι' η Παλλάδα, πότε όρθια απ' όξω απ' το τειχί και το σκαφτό χαντάκι, πότε μακρόσκουζε κοντά στ' αφρόδαρτα ακρογιάλια· 50 κι' έσκουζε ο Άρης αντικρύ σα σίφουνας στους Τρώες άγρια οχ του κάστρου την κορφή, και πότε πιλαλούσε κοντά στο ρέμα πίσω ομπρός στ' Ωριοκολλώνι απάνου.

Ο Μανώλης απεμακρύθη, τινάσσων τα βρεγμένα ενδύματά του· αφού δε ευρέθη έξω βολής, απηύθυνε προς την Ζερβουδοπούλαν δίστιχον το οποίον προσήρμοζε το κατάβρεγμα εις τον έρωτά του: Σα μου την ήψες τη φωτιά, ήπιασες το λαΐνι Και κάνεις πως την περιχάς, μα κείνη μπλειο δε σβύνει. Εις άλλο επεισόδιον όμως οι λόγοι του Μανώλη κατώρθωσαν να την κάμουν να γελάση.

Και ενώ σιγοπλέουν, εξακολουθούν την περί των αρχαίων βαλανείων ομιλίαν. Εν μέσω του θορύβου των λουσμένων ακούεται και μια παιδική φωνή, η οποία ερωτά: — Αν έρθη τώρα μπαμπά ο καρχαρίας, πώς θα το καταλάβω; — Θα το καταλάβης όταν θα σε καταπίνη. — Και σα με καταπιή, τι θα γίνω; — θα γίνης... θα γίνης... Καλλίτερα να μη σε καταπιή, γιατί αν σε καταπιή μούντσωσ' τα!

Τότις κ' εγώ είπα, ας σ'κουθώ να πάου πίσου, ζ' Κιχριά, μπέλες κη τσ' βρω π'θηνά, ση κανένα ξουκκλήσ', κη πηρνώντας απ' ν Δουμάν, σα ξαγναντήσου του Κάστρου, θα καταλάβου, μαθέ, σα διώ π'θηνά φέξου, ανισώς κ' είνε 'σεί κανένα ρημουκκλήσ' τ' Καστριού κι' ανασταίνουνε. Μα δεν ώλπιζα, αλήθεια, πως θελά-ρθήτε τ' Δουμάν, μες το κατάμερό μ'!

ΦΙΝΤΗΣ Είτανε αγύριστο μυαλό, αδάμαστο, κ' είναι το ίδιο αυτό σα να είχε τα πιο κακά ελαττώματα.

Σα βγήκε το Ταξίδι , τα σερτάρια μου ξέρουνε τι άκουσα και τι δεν άκουσα, γιατί φύλαξα τις φημερίδες εκείνης της εποχής μ' όλες τις νοστιμάδες που τυπώνανε κάθε μέρα. Είτανε λύσσα· ένας μάλιστα ήθελε και καλά να μου κόψουνε ταφτιά μου. Δεν αποκρίθηκα λέξη.

Το πρωί, ο Τριστάνος τυλίγεται σε μια κουρελιασμένη κάπα, βάφει μεριές-μεριές το μούτρο του κόκκινο και μαύρο, και γίνεται σα λεπρός. Πέρνει ένα ξύλινο δοχείο για να μαζεύη ελεημοσύνες. Μπαίνει στους δρόμους του Σαιν-Λουμπέν κι' αλλάζοντας τη φωνή του ζητεί ελεημοσύνη απ' όλους τους διαβάτες. Θα μπορέση τάχα να ιδή πουθενά τη Βασίλισσα; Επί τέλους η Ιζόλδη βγαίνει από το παλάτι.

Να μπορέση να γίνη τέτοιο πράμα! Στην αρχή νόμιζα πως ο ήλιος έσβησε και δε θα μπορούσα να ξαναδώ το φως της μέρας. Και βασανίζουμαι με τη σκέψη πώς να σε κάμω να γίνης καλός μαζί μου και πώς να μπορούσε να ξαναγίνη το πράμα έτσι σα να μην είχε τρέξει ποτέ εκείνο που έτρεξε.

Σφάξαμε λαμπρό 'να παλικάρι, τον Έχτορα, που σα θεό τον λάτρεβαν στο κάστρο

Και μπήκε ο Χασάν Αγάς στον πύργο, και πήρε την ακρογιαλιά ο Ηλίας και πήγαινε, όχι στη μάννα που τον απάντεχε, μόνο στις ιτιές, κοντά στο ποτάμι. Εκεί τριγύριζε, αναστέναζε, ανέβαινε, κατέβαινε, κάθιζε, σηκώνουνταν, ώσπου βασίλεψ' ο ήλιος και σκορπίστηκαν ταστέρια στον ουρανό. Και παραμόνευε την Πούλια, και μετρούσε τις ατέλειωτες ώρες. Σα ψέμα του φαινότανε.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν