Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Η υπόνοια ην προ μικρού ως αστειότητα της έρριψαν, ανεστάτωσε την καρδίαν της. — Πού είν' ο καϊκάτζαους, μανού; ηρώτησε πάλιν ο έτερος των μικρών. — Του βάδ' ιγώ θα πω του ταγούδ', σα θη ου μπαμπάς Γιουγάκης, είπε και ο έτερος. Κ' εξηκολούθουν ούτως αι ερωτήσεις ατελείωτοι, εις τας οποίας η γραία ουδέν απήντα.

Τ’ αγροίμια ξεφωλιάζονταν, προντούσαν τ’ αγριοπούλλια, Κι’ ο κουρνιαχτός σηκόνονταν και πήγαινε τ’ αψήλου, Σα να είταν σύννεφο βαρύ, μαύρος καπνός κι’ αντάρα... Κι’ εκεί που γοργοδιάβαινε και γοργοπερπατούσε, Ένα θεριό καβάλλησε κι’ έπιασε εφτά λιοντάρια, Ξελάκκωσε τρία Βουνά, τα τρία στην αράδα, Και μες στα ξελακκώματα γύρισε εννιά ποτάμια, Ποτάμια γοργορρέματα μ’ αφρούς και καταράχτες, Κι’ έτρεχαν χώρες και χωριά, κι’ έτρεχαν πολιτείες Να ιδούν της Χήρας το παιδί, να ιδούν το παλληκάρι, Που διάβαινε σα διοσημειό, δα θεϊκό μεγάλο.

Κι' ο Γερακαλαμένιος μας αράδιεζε κομμάτια από τα πολλά του Σκεντέρμπεη. Μας έλεγε: — Πριν γεννηθή ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά, η μάνα του, βασίλισσα της Αρβανιτιάς, ωνειρεύτηκε πως θα ν' αποχτούσε θεριό ανήμερο κι ανυπόταχτο. Και σα γεννήθηκε, από τα μικρά χρόνια παιγνίδια του ήτανε τ' άρματα.

Μια Φοράδα ηληκιομένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα 395 Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της. Ν' αναθρέφη τα παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι 400 Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Στην αρχή τα χρώματα της χλαμύδας των αρματηλάτηδων είταν άσπρο και κόκκινο. Σα γένηκαν τέσσερα τάρματα, πήραν και το πράσινο και το κυανό. Κατόπι έγιναν έξη στη Ρώμη τα χρώματα. Στο Βυζάντιο όμως περάσανε δυο μονάχα, το πράσινο και το κυανό, και μάλιστ' από τον καιρό του Σεπτήμιου Σεβήρου, που δεν είταν ακόμα πρωτεύουσα.

Τι πρώτος καθώς έρχουνταν, τα στήθια, στο δεξύ του 480 κοντά βυζί, του τρύπησε, κι' αντίκρυ το κοντάρι βγήκε ως στον ώμο, κι' έπεσε στη γης ο νιός, σα λέφκα που σε πλατύ είναι και χλωρό λιβάδι φυτρωμένη, γλιστρή, με κλώνους στην κορφή ψηλά ψηλά απλωμένους, κι' αμαξοφτιάστης σύριζα με το μπαλτά την κόφτει, 485 τι θέλει σ' όμορφου αμαξιού κουτί να βάλει γύρο, κι' αφτή στην ακρορεματιά ξεραίνεται στρωμένη· όμιο με λέφκα ξάπλωσε το Σημοήσο ο Αίας, θρέμμα του Δία.

Είμουνα σε τόσο βαθμό απροετοίμαστος νακούσω εκείνα που είπε, ώστε μου φάνηκε σα να διηγήθηκε ένα ανησυχαστικό όνειρο, που δεν μπορούσα να το μεταμορφώσω σε πραγματικότητα. Μα αιστανόμουνα κιόλα πως ενώ μου έδινε τον μεγαλήτερον πόνο, μου ξεσκέπαζε και τη μεγαλήτερη αγάπη, κ' ήθελα ναπλώσω προς αυτή τα χέρια για να μη μου αρπαχτή την ίδια στιγμή που έγινε ολότελα δική μου.

Απαράλλακτος από τον καιρό που τον πρωτογνώρισα, κακογερασμένος, με το ίδιο ηλιοκαμένο πρόσωπο, τα λιγοστά ψαρά γένεια του, κουρεμμένος ως το πετσί πάντα, με τα μεγάλα κιτρινωπά και βρώμικα δόντια του, σα δόντια αλόγου, παρδαλοντυμένος, είχε όμως πάντα στο μέτωπο, και στα μικρά, ζωηρά του μάτια, έναν στοχαστικό και περιγελαστικό μαζί αέρα, πολύ παράξενο. Θάλεγες ένα κεφάλι σοφού!

Απαντήσαμε φίλους, μα καμιά συμπάθεια δεν κατώρθωσε να γεννήση στη γυναίκα μου άλλο αίστημα, παρά μόνο ευγνωμοσύνη· οι άνθρωποι γλυστρούσανε κοντά μας, σα να στεκόμαστε μέσα σε κάποια σύνορα, που δεν μπορούσε να τα περάση κανείς. Και την ησυχία, που είτανε δυνατό να βρούμε, τη βρήκαμε μόνο ένα βράδι, που μεταφερθήκαμε στο νέο σπίτι μας, στη Στοκχόλμη.

Η καθαρέβουσα στην Ελλάδα μοιάζει μόνο σα να είναι το υστερνό σημείο που μας άφησαν ακόμη και τώρα οι «μακροί δουλείας και παθημάτων αιώνες», που μόρφωσαν αφτή τη γλώσσα, και δεν είναι παράξενο που τη μόρφωσαν· είναι πολύ ψυχολογικό. Όταν ένας άθρωπος έχει φιλότιμοφιλότιμο πότε μας έλειψε; — θα προσπαθήση με κάθε τρόπο να δείξη στους άλλους την αξία του· ίσως κάποτες και την παρακάμη.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν