Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Και στην Αφρική λοιπόν παραβρέθηκε ο νέος ο Κωσταντίνος και στην Παλαιστίνη. Και σα στεκότανε δεξά του Διοκλητιανού, τον τηρούσε ο κόσμος και θάμαζε την παλικαρήσια κορμοστασιά του, την ώρια του όψη και τη βασιλική του μεγαλοφροσύνη.

Ο παραγυιός ο Ευθύμης, ένα παιδί δεκάξη χρονών, σήκωσε την ποδιά του και σκούπισε τα μάτια του. Η φουντωτή η λεύκα, ακούνητη μες στην απανεμιά, δε σάλεβε ένα φύλλο της απόψε. Η πυκνή της φυλλωσιά, κατάμαυρη σαν πίσσα, απλωνότανε σα μαύρο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των ανθρώπων, βουρκωμένο σύννεφο έτοιμο να κλάψη. Την είχε φυτέψει με τα χέρια του ο μακαρίτης και την καμάρωνε σαν παιδί του.

Έτσι και μεις, πρέπει στη στιγμή να βλέπη ο καθένας τι θέλουμε να πούμε, να μας έχη καθρέφτη του ο καθένας, ακόμη και σα δεν είναι άξιος ο καθένας να καταλάβη, να ξεσκαλίση τι κρύφτουμε μέσα μας και μεις. Κάθε αναγνώστης δε θα παρατηρήση με τι σκοπό βάλαμε σ' ένα μέρος charmer και στάλλο ravir.

Πήγαμε ίσαμε κάτω στου Ρουφ. . εκεί έχει τα περισσότερα, γι’ αυτό αργήσαμε- Και της τα σκόρπισε απάνω στην κουβέρτα. . . Κ' έπειτα σα νάθελε, ξέχωρ' απ’ τα λουλούδια να της δώση πάλι και λίγο απ’ τον εαυτό του-από ‘κείνο που της πήρε το πιο πολύτιμο ! έγειρε αποπάνω της, κοντά στο πρόσωπό της... Η Βεργινία, όταν τον είδε νάρχεται κοντά της με τα λουλούδια, είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια της, σαν από τρόμο, και τα ξανάκλεισε, καθώς της τάρριχνε τα λουλούδια απάνω στο κρεββάτι, σα για να μην τα ιδή.

Αφτός με τυραγνά ο καημός, τι μάτωσε η καρδιά μου, 55 γιατί τη νια που χώρισε πρεσβιό ο στρατός για μένα και πήρα με τη σπάθα μου πατώντας καστροχώρια, αφτή ξανά οχ τα χέρια μου την πήρε ο Αγαμέμνος, τ' Ατρέα ο γιος, σα νάμουνα λες του σωρού ραγιάς του.

Εις την γειτονικήν οικίαν ητοίμαζον τα γλυκύσματα των Χριστουγέννων εν χαρά. Η κόρη έκλινε την κεφαλήν της, κρύπτουσα δύο μεγάλα δάκρυα. — Σώπα, κοπέλλα μου, σώπα, είπεν η γραία συγκινηθείσα. Ετοιμάζουν τα γλυκά εις την γειτονιά μας. Καλά. Μεθαύριο 'σά 'ρθή ο καπετάνιος μου, τότε να ιδής χορούς και χαραίς. Θάρθη και η αράδα μας.

Κι ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, φωτισμένος από τη λίγη λάμψη της φωτιάς πόσβυνε ολοένα, σήκωσε τη τσίτσα κι έπιε μια φορά ακόμα στην υγειά του πολέμου. — Και τόρα το σ ι ω π η τ ή ρ ι ο σα να πούμε, και καλή νύχτα σας, μπρε όρνια!...

Μια προπάντων, χοντρή σα δέκα απ’ τις εγγόνες της που χορεύανε γύρω της, ήτονε θεός να τηνέ βλέπης: τρανταζόταν ολόσωμη σα βαρέλα ξεχαρβαλωμένη και τα προγούλια της πηγαινόρχουνταν πέρα- δώθε σα λάστιχα, μα το πρόσωπο της, κάτω από τις ζάρες και τις κρεατοελιές, άστραφτε από χαρά και νιάτα-ναι από νιάτα, γιατί εκείνην την ώρα ήτονε δεκαεννιά χρονών: σωστά δεκαεννιά χρονών- ούτε μια μέρα παραπάνω . . . Να κ’ ένα κουκλάκι μια σπιθαμή, με κάτι γαμπίτσες ψιλούλες σαν τα καλαμάκια μες τις άσπρες κάλτσες: η κόρη του δασκάλου, τεσσάρων πέντε χρονών, που τη χόρευε ένας αψηλός νέος, πρώτος χορευτής, σκυμμένος ίσαμε κάτω και κρατώντας την απ’ τα δυο τα χεράκια, όπως χορεύουν τα κορίτσια τις κούκλες τους μες τις αυλές.

Μα δεν εννοούσε να στρώση ποτέ τον πισινό του. Άφινε στη μέση πετσιά και σύνεργα, ανασήκωνε την ποδιά και δος του στον καφενέ. Να βάλη παντού το λόγο του· να διορθώνη την κοινωνία. Σα δεν πήγαινε στο καφενείο, κάθε λίγο και στο σπίτι του. Να ιδή τι γίνεται Φαίνεται πως ζήλευε λιγάκι και τη γυναίκα του. Πάντα η ίδια η ιστορία.

Η σκληράδα τούτη μου φαίνεται αδικαιολόγητη, μάλιστα ύστερ' από το μεταγνωμό του ανθρώπου και δείχνει κάτι τι αντικαλλιτεχνικά ξερό στο χαραχτήρα του θηλυκού ζωγράφου μας. Έπειτα η μεγαλόσκημη τεχνίτρα τούτη μας παραστάνεται να φροντίζη πιο πολύ για τα κέρδη της τέχνης της παρά για την τέχνη την ίδια. Το δράμα σα να μην ικανοποιεί όλα όσα προσμέναμε από τον τίτλο του.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν