Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Το δείπνο τους ήταν λιτό: χυλός από γάλα που δεν φούσκωνε το στομάχι και άφηνε διαυγή και φωτεινή τη σκέψη σαν το μεγάλο ανοιξιάτικο ουρανό. Και όμως, πότε πότε την ντόνα Έστερ την κυρίευαν οι τύψεις και από το μυαλό της περνούσε μια κρυφή, ένοχη σχεδόν, σκέψη.
Μέσα στις πυκνές τις λαγκαδιές ήτανε το λημέρι του. Μα το βασιλόπουλο ήτανε καιρός τώρα που δεν είχε ρίξει τουφεκιά στο λόγγο. Οι πέρδικες πετούσανε άφοβα σιμά του, τα κοτσύφια του σφυρίζανε απάνω απ' το κεφάλι του, και τα μικρόπουλα μέσα στις φυλλωσιές δεν κόβανε το τραγούδι τους σαν περνούσε. Φτερό δε σήκωνε το τουφέκι του να κτυπήση.
Το μεσημέρι όλοι μαζεύτηκαν κάτω από το δέντρο, γύρω από τη φωτιά, και ο παπάς κάθισε στη μέση. Ο καιρός ξάνοιγε, μια χρυσή ηλιαχτίδα από το ζενίθ περνούσε μέσα από τα σύννεφα και έπεφτε κατ’ ευθείαν επάνω στο δέντρο όπου γινόταν το φαγοπότι.
— Δεν ήσουν τσομπάνης; — Εγώ έβοσκα πρόβατα στον κάμπο. Ο χωροφύλαξ εδίστασεν ακόμη. — Και να μας ρίξη κάτω μια γυναίκα! είπε. — Δεν προφτάσαμε να την ιδούμε τη στιγμή που περνούσε, είπεν είρων ο δραγάτης. Αν την έβλεπες, θα σούκανε καρδιά. — Αληθινά; — Δεν ξέρεις πόσες φορές δίνουν το παράδειγμα η γυναίκες! είπεν ο αγροφύλαξ. 'Σε καμπόσα πράγματα, δείχνουν πολύ κουράγιο.
Είτανε χτήμα μου, και δεν μπορούσε κανένας να μου τα πάρη. Μα οι Καλόγεροι είναι παράξενοι κάποτες, και δεν ήθελα ν' αρχίσω λογομαχητά μαζί τους, ανίσως και τους περνούσε υποψία πως κάτι αξίζουν αυτά τα χαρτιά. Καβαλίκεψα λοιπόν τάλογο, κ' έφυγα. Σαν ήρθα στην Αθήνα, και τα ξαναδιάβασα, και μοναχός μου, και με τους φίλους μου, αποφάσισα να τα δώσω και στο Κοινό.
Πόσους άκουσα να με πούνε για καμιά λέξη που τους έλεγα — «Ουδέποτε λέγεται ούτως!» Περνούσε μια στιγμή, και κει που δεν πρόσεχαν, οι ίδιοι έλεγαν τη λέξη σαν που τους την είχα μάθει. Πόσες φορές έτυχε να με πη κανένας φίλος «Ουδείς συνηθίζει να προφέρη όλους διόλου· όλοι το λέγουσι με ω». Ωςτόσο κι ο φίλος μου πρόφερνε όλους διόλου χωρίς ο ίδιος να το ξέρη.
Μέσα από τους καλοστρωμένους δρόμους, στολισμένους με μεταξωτές γιρλάντες, περνούσε η λαμπρή συνοδεία: ο Βασιληάς, οι κόμητες και οι πρίγκηπες, με την Ιζόλδη στη μέση.
Το νερό αργοκίνητο, χωρίς μουρμουρητά ή παράπονα, περνούσε αφλοίσβητο ανάμεσα στις πρασινάδες. Κάτω από τον ήλιο ο Ποταμός φορούσε τα χρυσάφια του και στολιζότανε με διαμάντια και με ζαφείρια· κάτω από το φεγγάρι έβαζε τασημένια του και φορούσε τα οπάλια και τα μαργαριτάρια του· μέσα στο σκοτάδι της νύκτας ντυνότανε τα μαύρα του βελούδα, κεντημένα με χρυσά άστρα.
Περνούσε τους αιχμηρούς στύλους, ερχότανε κάτω από το πεύκο, κ' έρριχνε τα κομματάκια μέσ' την πηγή. Ελαφρά σαν τον αφρό πήγαιναν απάνω-απάνω, και κυλούσαν μαζύ του μέχρι πέρα, ως τα δωμάτια των γυναικών, όπου η Ιζόλδη παραμόνευε τον ερχομό τους. Αμέσως, — τα βράδυα που η Βραγγίνα είχε καταφέρει ν' απομακρύνη το Βασιληά Μάρκο και τους προδότες, — η Ιζόλδη έτρεχε στο φίλο της.
Κάθε απόβραδο ο ντον Πρέντου, που κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης προς τη θάλασσα, περνούσε επιστρέφοντας στο χωριό και όταν έβλεπε τον υπηρέτη, άπλωνε το δείκτη του χεριού του προς τη γη των εξαδέλφων του κι έπειτα τον έφερνε στο στήθος του σαν να ήθελε να πει ότι περίμενε την απαλλοτρίωση και την κατοχή από αυτόν του μικρού κτήματος, αλλά ο Έφις, συνηθισμένος σ’ εκείνη τη μιμητική, τον χαιρετούσε και με τη σειρά του έκανε νόημα με το χέρι και με το κεφάλι πώς «όχι, όχι».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν