Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Και όμως, ναι, για το λαό εμίλησε καλά: «Κυττάχτε με! έχω κ' εγώ ανάγκη από ψιλά• μα σας το λέγω παστρικά: να σώσετε την πόλι και τους πολίτες• κ'οι γυμνοί όταν θα πάρουν όλοι, σαν πιάση βαρυχειμωνιά, απ' τους εμπόρους χλαίνας, ε, δεν θα πάρη από μας πλευρίτωμα κανένας.
Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Πατέρα ξένε, χαίρε• και αν λόγος βαρύς ειπώθη, ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσης 'ς την πατρίδα, 410 'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου».
— Γεια σου, γέρο, είπε το Φλάουτο, ένα παλιόπαιδο αμούστακο και αδιάντροπο, πειράζοντας το γέρο. Το Μπουζούκι και το Βιολί, δύο μεσόκοποι χλωμοί και κομμένοι από το ξενύχτι και το κρασί, πάσχιζαν να πάρουν κανέναν ύπνο, ακουμπώντας με χασμουρητά στην τεντωμένη σκότα. — Γεια σου, γερω — μπαμπαλή! ξαναφώναξε το Φλάουτο. Καλά κουμαντάρεις. Βάρδα μονάχα μη τσακίσης την ξέρα...
Αυτός ο Κάλλιστος, άξιος στα πολεμικά, έχοντας και γυμνασμένο στρατό, κατάφερε ένα χτύπημα τους Πέρσους που ολότελα τους παρέλυσε και τους ανάγκασε να πάρουν τον πίσω δρόμο. Το κατόρθωμα τούτο του Κάλλιστου ταποτέλειωσε ο Σύριος ο Ωδέναθος που τους έσπασε στα γερά καθώς γύριζαν. Τον τίμησαν κι αυτόν οι Ρωμαίοι και τον έκαμαν Καίσαρα. Είταν ο Ωδέναθος αυτός από την Παλμύρα.
ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα στρατηγέ, θυσίασε στους θεούς: όταν αποφασίζουν να πάρουν την γυναίκα από ένα άνδρα, του δείχνουν τους ράφτες της γης· είναι παρηγοριά που όταν τα παλιά ρούχα φθείρονται, υπάρχουν άνθρωποι που φτιάχνουν καινούργια. Αν στρατηγέ μου υπήρχε στον κόσμο απάνω, μονάχα η Φουλβία, τότε το δυστύχημα θάταν πολύ μεγάλο και θα ταίριαζε να κλαις.
— Μη πάρη ακριβά τα δέκατα! — Μη του τα πάρουν τα δέκατα! Δια τούτο μέχρις ου κατακυρωθώσιν αυτά επ' ονόματί του, ήτο σφόδρα απαισιόδοξος. Είχε καταιβασμένα τα μούτρα ως ο όνος του, όταν ήτο νήστις, και σχεδόν από τας οφρύς του απέσταζαν δάκρυα. — Τίποτα φέτος! — Πέφτει ο καρπός! — Κάηκε ο καρπός!
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' έστειλα τους συντρόφους μου 'ς τα δώματα της Κίρκης, του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. 10 και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ. και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν, μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη. κ' ίσιον εστήσαμε κουπί 'ς την κορυφή του τάφου. 15
Κι' ο Αίας όλο φώναζε στα παλικάρια γύρω 501 «Παιδιά, ντροπής μας! Έφτασε στιγμή κι' ή θα χαθούμε, ή θα σωθούμε αν σώσουμε απ' το χαμό τα πλοία. Μη δα θαρρείτε, τώρα εδώ αν πάρουν τα καράβια, πως περπατώντας το γιαλό ως στ' Άργος θα διαβείτε; 505 Για δεν ακούτε στους οχτρούς τον Έχτορα που σ' όλους κράζει να τρέξουν και λυσσάει να κάψει την αρμάδα; Σε πόλεμο, όχι σε χορό, το ξέρτε, τους φωνάζει.
Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα 345 την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του, κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων. από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης· «Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· 350 συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου, κ' εμέ 'ς τα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας. ενώ να φθάσω εσπούδαζα 'ς την ποθητήν πατρίδα. τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη, τα κτήματ', όσα μώμειναν 'ς το σπίτι θα προσέχης· 355 και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες, τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν, ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις. αλλ' εγώ 'ς τον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνω 'ς τον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· 360 και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω· ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώ 'ς τα μέγαρά μου· όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου, κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». 365 Είπε και, τ' άρματα λαμπρά 'ς τους ώμους του αφού 'ζώσθη, ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον, και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι. και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, 370 ενώ το φως ήταν 'ς την γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους.
Εξηκολούθησα την ομιλίαν με την γυναίκα και έμαθα ότι ήτο θυγάτηρ του διδασκάλου και ότι ο σύζυγός της είχε ταξειδεύσει εις Ελβετίαν διά να ζητήση την κληρονομίαν ενός εξαδέλφου. — Ηθέλησαν να του την πάρουν δι' απάτης, είπε, δεν του απαντούσαν εις τας επιστολάς του και λοιπόν επήγεν ο ίδιος εκεί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν