Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Καθώς πολλοί άνθρωποι της Τέχνης, αγαπούσε παραπολύ τη Φύση. «Τρία πράματα, λέει κάπου, μ' αρέσουν εξαιρετικά: να κάθωμαι τεμπέλικα πάνω σε μια κορφή, που έχει αποκάτω πλούσια θέα· να κάθωμαι στον ίσκιο ψηλών δέντρων, ενώ γύρω λάμπει ο ήλιος, και ν' απολαιβαίνω μοναξιά με τη γνώση πως τριγύρω υπάρχει γειτονιά.
Μας παρακαλεί ν' ακούσωμε την αθλιότητά του· σταματούμε, και με φριμένα και μισοανοιγμένα χείλη μας λέει πως ονειρεύεται μερονυχτίς ρυάκια κατακάθαρου νερού, που σε κρύα δροσισμένα κανάλλια πηδούν προς τα κάτω 'πάνω από τους πράσινους λόφους της Casente. Ο Σίνων ο ψεύτης Έλλην της Τρωάδος τον κοροϊδεύει. Εκείνος τον κτυπά στο πρόσωπο κ' έτσι πιάνονται.
Τον πήραν όμως καταπόδι και τρύπωσε στο τέλος σε μια κλινική χειρούργου, που η πόρτα της έτυχε νάναι ανοικτή κ' εξήγησε στο βοηθό, που ήταν εκείνη την ώρα μέσα, τι ακριβώς είχε συμβή. Ο όχλος των φιλανθρωπιστών, αφού έλαβε λίγα χρήματα, πείσθηκε να γυρίση πίσω και μόλις άδειασε τελείως ο τόπος έφυγε κ' εκείνος. Όταν έβγαιν' έξω κτύπησε στο μάτι του τόνομα στη μπρούντζινη επιγραφή πάνω στην πόρτα.
Τώρα όμως, στο σπίτι με τις θείες, είμαι όπως εκεί…. και δεν ξέρω….» Μια φωνή που είχε κάτι το κοροϊδευτικό διέσχισε τη σιωπή της πλαγιάς, πάνω από τους δυο άντρες, και ο Τζατσίντο πετάχτηκε επάνω έκπληκτος νομίζοντας ότι κάποιος είχε ακούσει την ιστορία του και τον περιγελούσε.
Έφεβγαν οι στεριές στο πλάι μας, έφεβγε απάνουθέ μας το φεγγάρι. Όλα έφεβγαν χόρεβαν ισκιωμένα πάνω στη στεριά, ξεμάκρεναν φανταχτερά μέσα στα πέλαγα. Άπλωναν πάνω στα γαληνεμένα τα νερά νανουριστοί του μαντολίνου οι τόνοι. Έσμιγαν τολόγλυκο τραγούδι του τελωνοφύλακα· έσμιγαν το βαθύ της νύχτας το μυστήριο· έσμιγαν τη γαλήνη γύρω τη φεγγαροφώτιστη.
Και να τος πράγματι ο Τζατσίντο που έρχεται βιαστικός, ξεσκούφωτος, με τα μαλλιά του και τα ρούχα άσπρα από το αλεύρι. Κάποιος είχε πάει να τον ειδοποιήσει για τον ερχομό του υπηρέτη. «Τι γυρεύεις εδώ πάνω;», τον ρώτησε, πιάνοντας τον από τα μπράτσα και ταρακουνώντας τον.
Κουβαλεί νερό, πάγει στον μύλο, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ' αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ' ανάφτη με το χέρι του! Κ' εγώ δα μαθές πώς να τον διώξω ύστερα, αφού τον εκύτταξα εφτά μήνες μέσ' στο στρώμα, σαν το παιδί μου! Ας τώβρη από τον Θεό όποιος τον εκατάντησε σε τέτοια δυστυχία!
Δημήτριε — Μεγαλομάρτυς! Καθώς ηφαίστειο τινάχτηκες αντάρτης, πατώντας 'πάνω σε κάθε πρόληψι, την παροδική των ανθρώπων περιφρονώντας υπόληψι, μαδώντας τα στεφάνια, σκίζοντας της μεταξοΰφαντες χλαμύδες, τους κιθαρωδούς ξεχνώντας και της ορχηστρίδες, στο Ευαγγέλιο για να πιστέψης του Ραββουνί κι' όπως Εκείνος εις τον κήπον της Γεθσημανή, το ποτήρι να δεχτής του μαρτυρίου, ξύδι γιομάτο και χολή από τα χέρια του Κυρίου.
Υποφέρω πολύ, γιατί έχασα ό,τι ήταν η μόνη ηδονή της ζωής μου· την ιερή ζωοποιό δύναμη, που μ' αυτήν έπλαθα κόσμους γύρω μου· πάει! — Όταν από το παράθυρό μου κυττάζω στο μακρινό λόφο, πώς ο πρωινός ήλιος σκορπά από πάνω του την ομίχλη και φωτίζει το ήσυχο λιβάδι, και το ήμερο ποτάμι έρχεται προς εμένα ανάμεσα των ιτιών, που βρίσκονται στις όχθες του ξεγυμνωμένες από φύλλα, — ω! όταν τότε η λαμπρή τούτη φύση μου φαίνεται χωρίς ψυχή, σαν μια βερνικωμένη εικόνα, και όλη η ηδονή ούτε σταλαματιά ευδαιμονίας μπορεί να τραβήξη από την καρδιά το μυαλό μου, και ο άνθρωπος ολόκληρος φαίνεται μπρος στο πρόσωπο του Θεού σαν στερεμένη βρύση, σαν άδειο βαρέλι ρίχτηκα συχνά κατά γης και εζήτησα από τον Θεό δάκρυα καθώς ένας γεωργός βροχή όταν ο ουρανός είναι μολυβένιος απάνω του και η γύρω του γη χάνεται από τη δίψα.
Εκεί τον είδα κ' επλησίαζεν εις το γεφύρι. Μα καθώς ήτανε χειμώνας, και τα κλαδιά χωρίς φύλλα, και καθώς είχε την υποψία μέσα του, μ' εσκιάχθηκε πριν ζυγώση αψηλά, στην μέση του γεφυριού, κ' εστράφη πίσου κι' άρχισε να τρέχη. Έπεσα κατόπι του μ' όλη μου τη δύναμι, μα ήτανε γρηγορώτερος. Δύο φοραίς ετράβηξα πάνω του, δυο φοραίς απάντησε το σκυλί φεύγοντας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν