Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Πάνω στην ώρα φτάνει γιατ' ήλθε πλέον η στιγμή που πρέπει να πεθάνη. Είναι ωπλισμένος με ξίφος. ΘΑΝΑΤΟΣ Α, α! Τι θέλεις, Φοίβε, εδώ τριγύρω στο παλάτι; Τάχα ποιός είναι ο σκοπός που βρίσκεσαι εδώ γύρω; Αν έρχεσαι το θύμα μου και τώρα να μου πάρης σκέψου• του Άδου τους θεούς δεν πρέπει ναδικήσης, να τους στερήσης της τιμές που είναι δίκηο νάχουν.

Lloyd να πη να κλείσουν τα παραθυρόφυλλα και ν' ανάψουν κεριά. Αισθανόταν πως δεν μπορούσε να υποφέρη το φως της ημέρας. Το τραπέζι χρειάστηκε να το ξεστρώσουν, γιατί τα λουλούδια τα σκόρπια πάνω στο τραπεζομάντηλο με το να ήταν μωβ θα του έφερναν δυστυχία. Κατόπιν μόλις αρχίσαμε τα ορεκτικά έγινε οριστικά ο κύριος της κουβέντας. Ποια αποτυχία!

Θα το πιη το κρασί, κ' ύστερα θα μας τραγουδήση κιόλας ταναγνωστάκι. Στεφ. Αφήστε με, να σας χαρώ, κ' είμαι ανήμπορος. Β' Παλικ. Εσύ άρρωστος, μωρέ κατεργάρη; Τίνος τα ψέλνεις αυτά; Τάχα να σε χτύπησ' η πούλια, εκεί ανάμεσα στις πορτοκαλιές; Α' Παλικ. Πιέ το, καψούλη, και τόχυσα πάνω σου. Β’ Παλικ. Με τις υγειές σου. Έλα το τραγούδι τώρα. Το τραγούδι, το τραγούδι. Στεφ.

Είναι ο Γκορνεβάλης, κι' αυτός ο άλλος θάναι ο ίδιος ο Τριστάνος·». Εσπηρούνισε τάλογό του κατά πάνω τους, φωνάζοντας «ΤριστάνεΑλλά οι δυο ιπποκόμοι είχαν κάμει κι' όλα μεταβολή κ' έφευγαν. Ο Μπλεχερή ρίχτηκε κατά πίσω τους, φωνάζοντας: «Τριστάνε! Στάσου! στην αντρεία σου σ' εξορκίζω». Οι ιπποκόμοι έφευγαν πάντα. «Στάσου, Τριστάνε!

Προσευχηθείτε στο Χριστό, προσευχηθείτε στην Παναγιά μας του Ριμέντιο…» «Μέσα μας βρίσκεται η γιατρειά» αποφάνθηκε η γριά. «Καρδιά πρέπει να έχουμε, τίποτ’ άλλο….» «Καρδιά πρέπει να έχουμε», μονολογούσε ο Έφις μπαίνοντας στο σπίτι των κυράδων του. Στην αυλή ησυχία παντού και ήλιος. Άνθιζαν τα γιασεμιά πάνω από το πηγάδι και τα κόκαλα των πεθαμένων ανάμεσα στη χρυσή χλόη του παλιού νεκροταφείου.

Ήρθε όμως κουνάμενη η Νατόλια. «Το αφεντικό μου και ο ντον Πρέντου προσκαλούν τον ντον Τζατσιντίνο σε γεύμαΚι εκείνος σηκώθηκε αφού τίναξε καλά τα μπατζάκια του. Η ντόνα Έστερ τον ακολούθησε με τα μάτια και έμεινε να κοιτάζει προς το μπαλκόνι, σαν μαγεμένη από τη λάμψη των ποτηριών και του ασημένιου δίσκου που η Νατόλια κουνούσε εκεί πάνω σαν να ήταν καθρέφτης.

Μπροστά του, πήλινη μικρή λυχνία τρεμοσβύνει. Πάνω από το τραπέζι, κρεμασμένα στον τοίχο από μεγάλα καρφιά, φορτίζονται ένας μακρύς μάτσος κρεμμύδια, μια ξερή προβιά λαγού, ένα καλάθι, ένα κλουβί με μια πέρδικα και στα τούβλα πάνω με μεγάλα άσπρα γράμματα από ασβεστόχρωμα διαβάζονται δύο λέξεις από της Ωδές του Ορατίου: ΑNGULUS RIDET Ένα πήλινο πιάτο στη γωνιά του τραπεζίου με μαρίδες.

Οι δυνάμεις του παραλυούνε, δε μπορεί να προφέρη λέξη, πέφτει στα πόδια της. Η Κυνεγόνδη πέφτει πάνω στον καναπέ. Η γριά τους χύνει μυρωδιές, αναλαβαίνουν τις αισθήσεις τους, ομιλούν: στην αρχή λένε λέξεις κομμένες, ερωτήσεις κι' απαντήσεις διασταυρούμενες, στενάζουνε, κλαίνε, ξωφωνίζουν. Η γριά τους συμβουλεύει να κάμνουν λιγώτερο θόρυβο και τους αφήνει μόνους. — Πώς!

Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε: — Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος . . . Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του . . . Έμεινα κατάπληκτος!

Μολαταύτα κάθε πρωί ανοίγουν διάπλατες οι πύλες της πόλης και πεζοί ή πάνω σε άρματα οι πολεμισταί προχωρούν στη μάχη και μυκτηρίζουν τους εχθρούς των πίσω από τις σιδερένιες τους μάσκες. Ολημέρα λυσσομανάει η αμάχη, κι όταν η νύχτα πέση, λαμπυρίζουν τα δαδιά στις τέντες κι' ανάβει ο φανός στη μεγάλη κάμαρα.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν