Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Ειρήνη κ' ησυχία πια δεν έβρισκε το Βυζάντιο. Σε κείνη την κακορριζικιά απάνου πέφτουν κ' οι Γότθοι, καθώς είδαμε, και το ρημάζουν. Έρχεται κατόπι ο Γαλλιανός , κι αποσώνει τον ξολοθρεμό. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαν οι στρατιώτες του, κι από το πολύ το σφάξιμο ψυχή, λέγουνε, με Μεγαρικό αίμα δεν απόμεινε.

Άλλες γυναίκες, χλωμές, κάθονταν να ξεκουραστούν επάνω στις πέτρες από τους χαμηλούς φράχτες που περικύκλωναν μια εξωτερική αυλή. Ο Έφις κοντοστάθηκε κουρασμένος, με το δισάκι να του γλιστρά από τους ώμους, και ξεκίνησε την κουβέντα μαζί τους. «Πού βρίσκεται ο ντον Τζατσίντο;» «Ποιος; Εκείνος από το Μύλο; Εδώ, πιο πάνω. Τι του κουβαλάς μες στο δισάκι; Είσαι ο υπηρέτης του;» «Ναι.

ΘΕΡΑΠΩΝ Απ' το μαντείο του θεού ο άνδρας της Κρεούσης είχε γυρίση, φέρνοντας το νέο το παιδί του, κ' ετοίμαζε για τους θεούς θυσίες και τραπέζι• ο Ξούθος τράβηξεν εκεί, στο μέρος όπου λάμπει του Διονύσου η φωτιά, να βάψη με θυσίες τον βράχο τον διπλόν εκεί για το παιδί που βρήκε, και είπε: γυιέ μου• τώρα εσύ μείνε στα μέρη ετούτα, και δείξε στους εργάτας μας πως της σκηνές θα στήσουν• κι' αν τύχη και αργήσω εγώ, να κάμης συ θυσία εις τους γεννήτορας θεούς, και κέρασε τους φίλους που θα βρεθούν εκεί• αυτός επήρε τα μοσχάρια κ' έφυγε• τότε το παιδί έστησε τη σκηνή του ασκέπαστη ένα γύρω της, κι' απάνω σε κολόνες, κι' από του ηλίου τη φωτιά να ήνε φυλαγμένη, που ούτε του μεσημεριού η αχτίνες να την πιάνουν, ούτε το ηλιοβασίλεμα• με μάκρος ενός πλέθρου την έφτιασε τετράγωνη• δέκα χιλιάδες πόδες, όπως το λένε οι σοφοί, είχε από κάτω πλάτος, γιατ' ήθελε στο δείπνο αυτό ολόκληρον να φέρη τον κόσμο πούνε στους Δελφούς• παίρνοντας δε ακόμα όσα υφάσματα ιερά στους θησαυρούς βρισκόνταν, που ήταν θάμα να τα ιδής, τ'άπλωσεν όλα κάτω• και πρώτα πέπλους έρριξε στη στέγην από πάνω που είχε του Διός ο γυιός, ο Ηρακλής, φερμένους, των Αμαζόνων λάφυρα, εις το θεό να αφήση.

Η Κερά Ελέγκω είχε φουσκώσει απ’ το καμάρι της για τη χαρά της αγαπημένης της της Λιόλιας, απ’ τον ανήφορο, απ’ την κάψα: ήτονε Γιούλιος μήνας και φύλλο δεν κουνιόταν. . . Εδώ πάνω στον ήσκιο της εκκλησιάς έκανε λίγη πρωινή δροσιά.

Ένας Ιησουίτης μας έρριξε αγιασμό, τρομερά αλατισμένο· μερικές στάλες μπήκανε στα μάτια μου· ο πάτερ παρετήρησε, πως το βλέφαρό μου σάλεψε λιγάκι· έβαλε το χέρι του πάνω στην καρδιά μου και την ένοιωσε να χτυπά. Με περιποιηθήκανε και σε τρεις εβδομάδες δε μούμεινε σημάδι.

Αλλά κι από κάτι λόγια π' άκουα στο διάβα μου καταλάβαινα πως η μοχθηρία κι η κακογλωσσιά του χωριού είχε πάρει δρόμο κατά πάνω μας.

Θενά βρης αγάπη, αρετή, χαρά, πλούτο, δόξα, — ε τι δε θα βρης! Κι ως τόσο τανοίγεις τα μάτια που η φαντασία τάχει μαγεμένα τόση ώρα, κι άλλο δε βλέπεις παρά χωράφια, χωράφια και βώλους ασβεστοκόλλητους! Μήτε πέτρα πάνω στην πέτρα δε σώζεται! Μήτ' ένα φάντασμα θλιμμένο τη νύχτα δεν έρχεται να καθίση και να θρηνήση το μεγάλο, τον τέλειο το χαλασμό!

Δεν ξέρω στην πάρα πάνω σκάλα, είπε με πικρόν πόνον τρωθείσης αξιοπρεπείας, ρίπτων εμφαντικόν βλέμμα προς τους επισκέπτας ο ποιμήν, δεν ξέρω αν οι σοϊλήδες, αυτοί που κάνουν τον άρχοντα, στρέγουν να τους κουμαντάρουν η γυναίκες τους· μα ημείς οι βοσκοί το καταδεχόμαστε με κανέναν τρόπο!

Κάτω ακόμα, βαθύτερα ακόμα, εγλυκοφώταε λίγο μες ταδύνατα χρώματα της χαραβγής, εξεχώριζε μες το νυχτονοτισμένον του πελάγου ανασασμό, καθισμένο πάνω στα διάπλατα κοιμάμενα νερά, ολοστρόγγυλο, καμαρωτό το Πινακούλι. Βόσκουν μέσα του τα τόσα αγριόγιδα, ακούς που άνθρωπος δεν τα ζυγώνει. Έχει άπειρες σπηλιές ανήλιαστες κι άπατες καταβόθρες το νησί.

Η ανάμνηση του γυναικείου κόρφου, π' άγγιζε και πιεζότανε πάνω μου, άναβε το αίμα μου και στη φαντασία μου παρουσιάζοντο απόρρητα της ζωής, που, έως τελευταία μόλις υπώπτευα κι' ακόμη μούμεναν σκοτεινά και μυστηριώδη. Τη δευτέρα του Θωμά έφυγα για την πόλη, Κι' αυτή τη φορά η λύπη μου ήτο μεγαλείτερη παρά την πρώτη αναχώρησή μου.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν