Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Και να! εκείνος άρπαξε τον άλλον από τα πόδια και τον έρριψε κάτω• έπειτα έπεσε πάνω του και δεν τον αφήνει νανασηκωθή, αλλά τον ωθεί κάτω και τον βυθίζει στην λάσπην.
Τι έπαθες;» «Επειδή δε σέβεσαι τον ξένο!» «Γκριζέ! Μύγα σε τσίμπησε και σου ’στριψε;» «Ναι, και γι’ αυτό θέλω να χορέψω.» Μερικές γυναίκες είχαν κιόλας μαζευτεί γύρω από τον οργανοπαίχτη, απλώνοντας τα χέρια για ν’ αρχίσουν το χορό. Τα κουμπιά των κορσέδων τους σπίθιζαν στη λάμψη της φωτιάς, οι σκιές τους διασταυρώνονταν πάνω στο γκριζωπό έδαφος.
Να ελπίζει κανείς, ναι, αλλά όχι και να έχει εμπιστοσύνη• ν’ αγρυπνά σαν τις καλαμιές πάνω στο φρύδι του λόφου που σε κάθε φύσημα του ανέμου χτυπά η μια τα φύλλα της άλλης σαν να ειδοποιούνται μεταξύ τους για τον κίνδυνο.
Πήγε στο πηγάδι που έμοιαζε με νουράγκε σκαμμένο σε μια γωνιά της αυλής και ήταν προστατευμένο από έναν πέτρινο φράχτη που πάνω του άνθιζαν, μέσα σε παλιά σπασμένα λαγήνια, βιόλες και γιασεμιά. Ένα από αυτά σκαρφάλωνε στον τοίχο και από εκεί πρόβαλε προς τα έξω, λες και ήθελε να δει τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.
»Οι χρυσές μέλισσες λουφασμένες είναι πάνω στον γεμάτο θυμάρι Υμηττό και το κέρας του έρωτος της Ηούς δεν θα σκορπίζη πια το κρύο λυκαυγές απ' την κορφή του. Το προσκήνιο είναι ένα χορτοσκεπασμένο κ' ηλιοκαμμένο ανάχωμα σκασμένο σε ψηλώματα και κοιλώματα σαν κύματα, που γίνονται πιο ανώμαλα από πολλές ρίζες και κούτσουρα δέντρων, πελεκημένων άκαιρα, που ξεπετούνε πάλι πρασινωπά βλαστάρια.
Αυτό το μπράτσο την αγκάλιασε, αυτά τα χείλη έτρεμαν πάνω στα χείλη της, αυτό το στόμα εψέλλισε στο δικό της: «Είσαι δική μου! Είσαι δική μου! ναι, Καρολίνα για πάντα». »Και τι σημαίνει πως ο Αλβέρτος είναι σύζυγός σου; Σύζυγος! Αυτό λοιπόν θα ήτανε γι' αυτό τον κόσμο — ναι γι' αυτόν τον κόσμο — αμαρτία ότι σε αγαπώ, ότι επιθυμούσα από τα χέρια του να σε αποσπάσω στα δικά μου.
Η Νοέμι στεκόταν πάντα στο μπαλκόνι, ανάμεσα στα απομεινάρια από το φαγοπότι, γύρω της γυάλιζαν τα άδεια μπουΚαλία, τα σπασμένα πιάτα, κανένα μήλο με το ψυχρό του πράσινο χρώμα, ένας δίσκος και ένα κουταλάκι ξεχασμένα. Και τ’ αστέρια ακόμα έλαμπαν πάνω από την αυλή σαν να τα είχε συνεπάρει ο ρυθμός του χορού.
Μια πάνω στην άλλη έστελναν για το Βλαχογιώργο στα υπουργεία τις αναφορές, και καθετόσο εξέσπαγαν στου άμοιρου Νυχόπουλου την πλάτη, του δάσκαλου στο Έξη που έγραφε τις αναφορές. Ο Βλαχογιώργος πάντα έμενε στου κάστρου τη φρουρά, μπόγιας και τύραννός τους σκληρός και φοβερώτατος.
Ναι, κατά το βραδάκι, όπως μετά από μια μέρα ελευθερίας που την περνά κανείς περιπλανώμενος, χασομέρης και ανικανοποίητος. Όλα ήταν ήσυχα και θλιβερά εκεί πέρα. Το Βουνό πρόβαλε πάνω στο μαύρο σπίτι, στον ανοιχτοπράσινο ουρανό του δειλινού, το καινούργιο φεγγάρι έπεφτε επάνω στο Βουνό και ο αποσπερίτης τρεμόπαιζε πάνω από το φεγγάρι.
Δε θα ξανακούσω πάλε τη λαλιά της; Αγριέβουμαι μέσα στη μοναξιά. Να την πάλε που βγήκε, που πήγε απάνω στο Σταβροδρόμι, που μ' αφίνει. Λέλα μου, Λέλα, είναι μια γλύκα τόνομά σου. Πότε θα σ' αρπάξω να φύγω, να πάμε μακριά οι δυο μας μαζί; Να ξαπλώση από πάνω μας o ουρανός τη γαλανή του τη φορεσιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν