Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Έκαναν πρώτα σωρούς, να τάχουν άφτονα και πρόχειρα στον πόλεμο τα πύρινα πολεμοφόδια. Να μην τους βρίσκη ο εχτρός ανέτοιμους, και τους τσακίζη κιόλα. Εφούχτιαζαν, μες τα κοκινισμένα, ψημένα από την παγουνιά τα χέρια τους, γρούπους χοντρούς τα χιόνια, πάνω απ τους σωρούς. Τα έσφιγκαν ανάμεσα στις φούχτες τους.
Το δοξάρι για το βαμπάκι της — βαμπάκι για φορεσιές κ' η κιθάρα για το τραγούδι — τραγούδι για καϋμούς, για πόθους και για έρωτες. Τους άλλους τοίχους τους στολίζανε ζωγραφιές παλιές μα ολοζώντανες, σα να έφυγε τώρα το κοντύλι από πάνω τους. Η μια έδειχνε την Αρετούσα στη φυλακή να βρέχη με τα δάκρυά της το δαχτυλίδι του Ρωτόκριτου.
Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε· την έβανε καπνοσακκούλα, ούτε· την ετραβούσεν από πάνω, από κάτω· την εμάζωνε, την άπλωνε, τίποτα! Τέλος την επέταξεν απελπισμένος, έφυγε και ακόμη την νομίζει μυστήριο! Άλλη μια φορά εκίνησε να πάη να πειράξη τη γυναίκα.
Εστενοχωρήθηκε καρά πολύ όταν είδε τον υπηρέτη του Βερθέρου· αυτός έδωκε το γραμματάκι στον Αλβέρτο, ο οποίος απαθής εστράφηκε στη γυναίκα του και είπε: Δος του τα πιστόλια. «Του εύχομαι καλό ταξείδι», είπε στον υπηρέτη. Αυτό έπεσε πάνω της σαν κεραυνός, κλονίστησε, δεν ήξερε τι της συνέβαινε.
Όταν γύρισε σπίτι του επήρε το φως από το χέρι τον υπηρέτη του, που ήθελε να του φέξη, και μπήκε μόνος στην κάμαρα του, όπου άρχισε να κλαίη δυνατά· μιλούσε παράφορα με τον εαυτό του και περπατούσε ορμητικά πάνω κάτω.
Η θλίψη τώρα είχε φύγει από το νεκρικό θάλαμο σαν πουλάκι φοβισμένο. Το αίσθημα υποχώρησε στα λόγια. Δεν ηύρε θέση να τρυπώση παρά στα στήθη της Ελπίδας και τον Δημητράκη. Οι ξένοι μ' ένα στεναγμό έβγαλαν και το βάρος από πάνω τους. Σήκωσαν το κεφάλι, κύτταξαν προσεχτικά το ρήτορα και τα πρόσωπά τους δείχνονταν γαληνεμένα σα να μην έγινε τίποτα. Δεν ήταν όμως έτσι και τα δυο παιδιά.
Κίτρινα σύννεφα πρόβαλαν ξαφνιασμένα πάνω από το υγρό Βουνό και από τα ψηλά του χωριού, εμπρός από την εξώπορτα των Πιντόρ, φαινόταν ο κάμπος σκεπασμένος με χρυσαφί βούρλα και το πράσινο ποτάμι ανάμεσα σε νησάκια άσπρης άμμου. Η σιωπή ήταν τόση που ακούγονταν οι γυναίκες να κοπανάνε τα ρούχα στο ποτάμι, κάτω από το μοναχικό πεύκο της όχθης.
Η καρδιά σκιρτούσε, σαν να προσπαθούσε κάθε φορά να ανυψωθεί κι έπειτα έπεφτε αμέσως κάτω. Και το σκοτάδι πύκνωνε ολοένα. Κάθε σύννεφο, περνώντας από τον κοντινό ορίζοντα, άφηνε ένα πέπλο, ο άνεμος λυσσομανούσε πίσω από την εκκλησία και όλοι οι θάμνοι, μ’ ένα χρώμα μεταλλικό πράσινο, σείονταν προεξέχοντας πάνω από την κοιλάδα, σαν να ήθελαν να φύγουν, κυριευμένοι από μια έκρηξη θλίψης και τρόμου.
Όταν ο γιατρός ήρθε στον δυστυχή, τον βρήκε χάμω χωρίς ελπίδα να σωθή· ο σφυγμός εκτυπούσε, τα μέλη του ήσαν όλα παραλυμένα. Είχε μια σφαίρα στο κεφάλι πάνω από το δεξί μάτι, τα μυαλά του ήσαν πεταμένα έξω· ως εκ περισσού του άνοιξε μια φλέβα στο βραχίονα, το αίμα έρρεε ανέπνεε ακόμη.
Καθόμαστε· από πάνω μας ο θόλος του ουρανού άπλωνε τη γαλήνη του στη θάλασσα όλη πέρα· Μάης ήταν, και το πέρασμα σύννεφου μηδέ αχνού δε θόλωνε τον ξάστερο πρωινό γλαυκόν αιθέρα. Το αέρι μόλις άγγιζε το ολόστρωτο νερό, μόλις των πεύκων γύρω μας τ' ακρόκλωνα κινούσε κι ο ήλιος, δίνοντας, χρυσά στο βραδινόν αφρό και στ' αρμηρίκια του γιαλού ροδόκρινα σκορπούσε
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν