Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Από πάνω του μαχαλά η εξοχή, οι σταφίδες, οι όμορφοι λινοί, οι πρασινάδες της εξοχής φτάνουν ως απάνω στα ύψη του Βοϊδιά, σπανό βουνό κατάκορφα που στεφανόνουν πού και πού τα πλάγια του τούφες τούφες από έλατα μ' ένα χρώμα μπλε βαθύ καθώς φαντάζουν από μακριά.
Όλοι με την απόκρυφη φωτιά του πόθου μέσα τους. Όλοι με την ακόλαστη μανία πολυκαιρινοϋ στερεμού στη ματιά τους. Τα παραθύρια του Ένα εκρέμονταν πάνω από την καγκελωτή της αβλής σιδερόπορτα κ' έβλεπαν τα πεζούλια αποκάτω. Εκαθόνταν κι ακαρτέραγαν οι επισκέφτες κάτω στα πεζούλια αραδαριά.
Δεν βλέπεις ότι είναι ένας γαμπριάτικος σκούφος;» «Μου είναι στενός.» «Επειδή είναι καινούργιος, άνθρωπέ μου, παρ’ τον. Εννιά πέζα∙ τζάμπα είναι.» Ο Έφις τον έβγαλε και τον χάιδεψε σκεφτικός. Στο τέλος έβαλε πάνω στον πάγκο το νόμισμα που του έδωσε η τοκογλύφος. Ο ντον Πρέντου έσκυψε να κοιτάξει από την πόρτα.
Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Οι θέρμες δεν τον άφιναν. Όλοι οι γιατροί κ' οι γιάτρισσες πέρασαν από πάνω του· πήρε του κόσμου τα κινίνα, τις αψιθιές και τα μαντζούνια κατάλυσε και τις νηστείες, πήγε ναλλάξη και το αέρι του απάνω στο μοναστήρι του Προδρόμου μα τίποτε. Η θέρμη δεν τον ξεχνούσε. Κάθε δύο, κάθε τρεις μέρες σύγκρυο και ζέστη.
Και ξαπλωμένοι πίσω εμείς, εξεχαστήκαμε στο άπειρο μεγαλείο του μαγεμένου πάνω τουρανού, που βυθισμένος μέσα στα ανοιχτά γαλάζια του αγκάλιαζε τον κόσμον όλον κάτω τον αρμονικό, χωμένος μες τη μυστική νυχτοσιγαλεριά και την ονειρεφτή μεγαλοπρέπεια. ...Με το φεγγάρι ψάρια δεν ψαρέβονται, έλεγε ο Καπτάν-Μιχάλης. Θα επαγαίναμε ναράξουμε πέρα στο Καλαμίτσι απόξω στη Σπηλιά.
Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικά 'ς ίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώρα 'ς ώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν.
Πώς εδώ πάνω ο Πλάτων, ο Χρύσιππος, ο Αριστοτέλης και όλοι οι άλλοι, οι κορυφαίοι εκ των μαθητών μου; Πώς ήλθατε πάλιν εις την ζωήν; Μήπως δεν είσθε ευχαριστημένοι κάτω; Φαίνεσθε θυμωμένοι. Και ποιος είνε αυτός τον οποίον έχετε μαζή σας ως αιχμάλωτον; Μήπως είνε τυμβωρύχος, φονεύς ή ιερόσυλος; ΠΛΑΤ. Μα τον Δία, Φιλοσοφία, είνε ο ασεβέστερος εξ όλων των ιεροσύλων.
Διότι το Πάγκειον όρος ολόκληρον με τα μεταλλεία του είχε το μέγεθος ενός κεχριού. ΦίΛ. Πόσον σε ζηλεύω, Μένιππε, δι' όσα παράξενα είδες. Αλλά δεν μου λες, σε παρακαλώ, αι πόλεις και οι κάτοικοι των πόσοι εφαίνοντο από πάνω;
Πάνω και μακρύτερ' από την Εφιδρυάδα έν' άλλο θηλυκό τραβώντας τα μαλλιά της παρουσιάζεται ανάμεσα στους πλεγμένους γύρω με γιρλάντες κληματαριάς στύλους παρθένου άλσους.
Της είχε τάξει η Λιόλια τόνομα του παιδιού της, της είχε τάξει κ’ ένα κεράκι κάθε μέρα για τη ζωή του-και τώρα της πήγαινε το ίδιο τα παιδί της, της ψυχής της όλο το κερί: λαμπάδα να την εξιλεώση, για να ησυχάση, για να πάρη τον ήσκιο της από πάνω τους. . . Χρυσογάλαζο ήτον το προμεσήμερο του Νοεμβρίου-ακόμα βαστούσε το καλοκαιράκι τ’ Άι-Δημητρίου: ο αέρας ήτον αλαφρός και με χυμένη μέσα του μια γλύκα μαλακή σαν κουρασμένη αλάλητη-όπως είναι το γέλοιο σε θλιμμένα χείλη-που τέτοια δεν την έχει η άνοιξη. . . Έκλαιγε η Λιόλια εκεί που πήγαινε πίσω απ’ το δίσκο, μα τα δάκρυα πάνω στο πρόσωπό της έλαμπαν ίδια δροσοσταλίδες σε τριανταφυλλένια ανθόφυλλα. . . Οι άντρες μιλούσανε με το Νίκο κι αναμεταξύ τους ζωηρά και μόνο που δε γελούσαν. . . Όταν έβαλαν την Κερένια Κούκλα μες το χώμα, στα πόδια του τάφου της Βεργινίας, ο μαύρος ο σταυρός που τον είχανε δη καθώς έρχονταν από μακριά να τους κυττάζη με ματιάν ασάλευτη άγρια κι απελπισμένα, σα να μαλάκωσε στις κόψες των γραμμών του, σα να γλύκανε λιγάκι η φρίκη του : ο ήλιος έπεφτε τώρα επάνω του και τόσο γυάλιζε η μαυρίλα του που δε φαινόταν πια μαύρος· το φρεσκοσκαμμένο χώμα μύριζε όπως όταν τσαπίζουν ταμπέλια· τα κίτρινα αγριολούλουδα στη ρίζα του σταυρού άνθιζαν ήρεμα και χρυσίζανε σαν άστρα. . . Σα να ευχαριστήθηκε η νεκρή μέσα στον τάφο της, σα να χαμογέλασε ο ήσκιος της και το χαμόγελο αυτό να περιχύθηκε ολόγυρα. . . Στο γυρισμό ήταν όλοι ακόμα πιο χαρούμενοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν