Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Μόνο, καθώς περνούσε η βάρκα δίπλα από ένα καΐκι, φορτωμένο με κερεστέ, που μια φελούκα πάσχιζε σέρνοντας το να το βγάλη απ' τη μπούκα του λιμανιού, δυο ναύτες σκύψανε απ' το παραπέτο, κάτι ρωτήσανε, κουνήσανε τα κεφάλια, και γυρίσανε στη δουλειά τους.

Κατέβηκεν από το κανόνι και τράβηξε στο μεσόστεγο. Καθώς περνούσεν από τ' Οπλονομείον είδεν αραδιασμένους ακόμα καμία δεκαριά ναύτες που περιμένανε τη σειρά τους να τους φωνάξει ο ύπαρχος. Λίγοι ήταν πραγματικά ένοχοι, μα οι πιο πολλοί τιμωριότανε για τιποτένιες αφορμές.

Οι σκοποί στην άκρη της πλώρης, έτοιμοι ήσαν να πιαστούν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες τρέχαν από πρύμη σε πλώρη μη ξεύροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξεύρουν ποιόν και γιατί. Άλλοι εγύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας εγύριζε σαν το άλογο στο αλώνι, σέρνοντας πίσω του μία γούμενα με την ελπίδα πως ήταν το σεντούκι του.

Κ' ενώ έτρωγαν κ' εφιλιόντανε περισσότερο από όσο έτρωγαν, εφάνηκε ένα ψαροκάικο που επήγαινε γιαλό-γιαλό. Δεν εφυσούσε καθόλου, παρά ήτανε γαλήνη κι' αναγκαζόντανε να λάμνουν· κ' ελάμνανε δυνατά, επειδή εβιάζονταν να πάνε στην πολιτεία για μερικούς πλούσιους φρέσκα ψάρια. Κι όπως συνηθίζουν οι ναύτες όλοι να κάνουνε για να ξεχνούν την κούραση, το ίδιο έκαναν κ' εκείνοι.

Το ίδιο κι’ οι Νεράιδες. Ο, τι κάνουν οι Ξωτικιές στους πιστικούς, οι Νεράιδες το κάνουν στους ψαράδες και στους ναύτες, αλλά θεωρούνται όχι τόσο κακιές, όσο οι Ξωτικιές. Η ώρα αυτή, που χάνεται το παλιό φεγγάρι και πιάνεται το καινούργιο, θεωρείται ως η καταλληλότερη στιγμή των μαγικών. Όσους αριθμούς αναφέρω, 3, 7, κλ. είναι καθιερωμένοι από τες προλήψες του λαού.

Συρτός, ολόστρωτος και σιγαληνότατος χορός, παρόμοιος με πλεούμενην αρμάδα βαρκούλες, οπού οι ναύτες με τα κουπιά τρεις τες σπρώχνουν μπροστά και μια τες γυρίζουν πίσω. Μικρά ξυπόλυτα και ξεσκούφωτα παιδαρέλια, πηδώντας στη μέση τ' ανοιχτού χορού σύμφωνα με του τραγουδιού το σκοπό και την αρμονία, έτρεφαν βολές βολές με τα δαυλιά την πύρα του μασαλά. Πολύ λίγοι έκλεισαν εδώ μάτι τη νύχτα κείνη.

Όταν εβγήκεν έξω ο καραβοκύρης τον ερώτησαν οι πραγματευταί πόθεν ήρχετο· αυτός τους διηγήθη, ότι ήρχετο από τα παραθαλάσσια της Βαβυλώνος και εις το αναμεταξύ του ταξειδιού του εσυναπάντησαν ένα νησί, εις το οποίον εβγήκαν οι περισσότεροι πραγματευταί και ναύτες διά να περιηγηθούν· και άναψαν και φωτιάν διά να μαγειρεύσουν· εκείνο το νησί ήτον μία μεγάλη χελώνη, που εκοιμάτο εις την επιφάνειαν της θαλάσσης· και όταν αγροίκησε την φωτιάν, εσείσθη και εβυθίσθη εις την θάλασσαν, και όσοι επρόφθασαν να έμβουν εις το καΐκι εσώθησαν.

Τι κάθεσαι έτσι μαζεμένος και περιμένεις; Τον ρώτησεν ο Ρένας. — Δε βρίσκω κουβά να πάρω νερό. Ολόγυρα οι ναύτες φωνάζανε, σπρωχνόντανε, τραβούσανε τους κουβάδες, μαζευόντανε γύρω στην τρούμπα. — Και βέβαια, πού να βρεις! έκανε με συμπάθειαν ο Ρένας. Πού αφίνουν τόσοι λύκοι δω πέρα.,, Έλα μαζί μου.

Πάνω στο επίστεγο μαζεύτηκαν πολλοί θερμαστές και ναύτες, κοκκινόμαυροι από το κάρβουνο και τη σκουριά, σκοτεινοί, και με μόνο τα μάτια τους υγρά και καθαρά. Διαρκώς πάνω στην πρύμη έφταναν οι ξένοι αξιωματικοί, κομψοί, ωραίοι, ντυμένοι σ' επίσημη στολή, σε ρεδιγκότες καταστόλιστες από τα γαλόνια. Και οι αξιωματικοί του θωρηκτού τους υπεδέχονταν επίσημοι κι' αυτοί στη στολή, λάμποντας, χαρούμενοι.

Ο καμαρώτος είχε μικρότερα και ταχύτερα βήματα, σα να βάδιζε σε σάλα. Οι χωρίς δουλειά ναύτες κινούσαν τα χέρια τους και είχανε την αστάθεια της παλάντζας στο περπάτημά τους. Όσοι τελειώσανε την δουλειά τους στηλώνανε την μέση και πηγαίνανε με τα χέρια στις τσέπες. Όσοι φέρνανε την καραβάνα του φαγιού σιγολέγανε κάποιο τραγούδι. Μηρμυκοφωλιά το υπόφραγμα απαράλλακτη.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν