Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Μα η Χλόη, επειδή τότε πρώτη φορά άκουσεν αυτό που λεν αντίλαλο, πότε έβλεπε κατά τη θάλασσα, ενώ οι ναύτες ετραγουδούσανε με το πρόσταγμα, πότε εγύριζε κατά το φαράγγι, ζητώντας εκείνους που αποκρίνονταν.

Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.

Τώρα όμως φαίνονταν όλα φωτεινά, και τα χρώματα στη θάλασσα στρωτά και καλοβαλμένα. Σε κάθε κομμάτι του νερού ένα δαχτυλίδι από ήλιο· σ' αρκετό πλάτος πολλά θρύψαλα ήλιος· σε κάθε βάρκα πάλιν ο ήλιος για να λαμποκοπά στα φτερά των κουπιών, και να περνά με ασημένιες λάμες την ίδια στιγμή τη θάλασσα.. Μπροστά στην πλώρη πολλοί ναύτες παίζανε.

Χτυπάει τα πανιά, στριφογυρίζει το καράβι. Οι ναύτες τρέχουνε στο «προσήνεμο» και με θλιμμένη καρδιά, κάνουν πίσω. Λυσσάει ο άνεμος. Τα βαθειά κύμματα αναταράζονται, ο ουρανός σκοτεινιάζει βαθειά, μαυρίζει η θάλασσα, κ' η βροχή πέφτει κατακλυσμός. Σκοινιά και κατάρτια τσακίζονται, οι ναύτες χαμηλώνουν το πανί, κι' αφήνονται στη διάκρισι των κυμάτων και του ανέμου.

Οι ναύτες έσκυφταν αμέσως το κεφάλι κ' εσκορπούσαν κατακόκκινοι από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη και μ' ένα δάκρυ, ψιλόψιλό και αόρατο στην τριανταφυλλένια βρύση των ματιών τους.

Ναι, έλα Γιαννιέ, πες μας! είπαν παρακαλεστικά και οι άλλοι ναύτες. — Εγώ να σας πω, ναι· άρχισεν ευθύς εκείνος ξαναβρίσκοντας την ευθυμία του· κι' αν δεν σας λέγω αλήθεια, να τον έχω αντίδικο. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι· τις κάνουν τα στοιχειά. — Τα στοιχειά! μωρέ λόγο που μας είπες! εφώναξεν αναμπαιχτικά ο θερμαστής.

Τρεις λαμνοκώποι ήσαν άχρηστοι πλέον από τις πληγές των αράπηδων. Η φύσις είτε η τύχη, λέγεις για ισοζύγισμα έφερεν έτσι τα πράγματα ώστε την εποχή που κατεβαίνουν οι ναύτες μας εκεί, να κατεβαίνουν και οι αράπηδες από τα χειμαδιά τους. Η θάλασσα γεμίζει άρμενα · γεμίζει και η στεριά κουδούνια, γκλίτσες, πρόβατα και καλύβες. Ναύτες ηλιοκαμένοι εδώ· τσοπαναρέοι εκεί χαλκοπρόσωποι.

— «Τον έχουμε, τον έχουμε πια τώρα στο χέρι τον Κωσταντάκη» τους φώναζε μια μέρα κάπου κοντά στα Ψαρά, τότες που γύριζε ο Κανάρης από τη Χίο. «Αυτός ο Κωσταντάκης θα μας φέρη τον άλλονα». Κ' οι ναύτες τονε σηκώνανε στον ώμο τους από τη χαρά. Αυτή την εποχή κατέβηκαν κι άραζαν στο δοξασμένο νησί τους, ύστερ' από δώδεκα μήνες δουλειά.

Η χαρά του είτανε να καθίζη με τους ναύτες και να τους δηγάται το τέλος του Κωσταντίνου. Κ' ύστερα ύστερα τους έλεγε και την προφητεία του, πως θα ξαναφυτρώση ο Κωσταντίνος. Σ' ένα απ' αυτά τα ταξίδια, έτυχε να είναι μαζί του κ' ένας από τα Ψαρά, — Καραθανάση τον έλεγαν. Και δεν είτανε ναύτης, είταν ταξιδιώτης από τη Σάμο για τα Ψαρά.

Ξέρω όλους τους αξιωματικούς του Ναυτικού τόσα χρόνια που λες, και θάρχονται σε μένα. — Στην ταβέρνα όμως θάρχονται όλοι οι ναύτες που είναι και περισσότεροι. — Γεια σου. Καλλίτερα για την ταβέρνα. Αυτό λέω και γω· μα σούπα για το ζαχαροπλαστείο, έτσι για να πάρω τη γνώμη σου.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν