Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Ο βασιληάς όμως εθύμωσε και πάλι, επρόσταξεν εις τες κυρίες να δώσουν οπίσω όσα είχαν λάβει και είπε με οργή εις το χημικό: «Δεν εσυλλογίσθηκες, ζευζέκη, πως άμα γείνουν τα διαμάντια κοινά σαν τα χαλίκια, θα χάσουν όλη τους την αξία τα δικά μου που είνε τα πρώτα του κόσμου και, αν λάχη και χρειαστώ χρήματα, 'μπορώ να τα πουλήσω όσο θέλω; Φύγε απ' εδώ, και αν ξανακάμης άλλη φορά διαμάντια, θα σου σπάσω μαζί με τη μηχανή και το κεφάλι».
Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήρι 'Σ το χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει· Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη· Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη. Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε. Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν. Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω, Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι.
Σημαίνει πως πρέπει να ξέρω την περασμένη μου ζωή, να μη λησμονώ τα παλιά καλούπια που μπόρεσε να εύρει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος ανάμεσα στα κράτη, και ξανοίγοντας όσο μπορώ την τωρινή ζωή μου, να ξεκαθαρίζω το δρόμο, να εύρω το νέο τόπο που θα διαλέξει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος δυνατό.
Κρύο είνε, θα περάση... είπε ο Μελιγκόνης χλωμός σαν τη λαμπάδα· τον αγκάλιασε και τον φίλησε. — Δεν μπορώ, Γερο-Μελιγκόνη, με σφάζει. Ακουμπήστε με να ξανασσάνω. Τα πόδια μου σα σκουριασμένα σίδερα τα νοιώθω. Τον ακούμπησαν στην αμμουδιά, Ο Γερο-Φλώκος τον κρατούσε στην αγκαλιά του, οι άλλοι από πάνω του. Το νερόχιονο έπεφτε. — Κουράγιο, Μοναχάκη, δεν είνε τίποτε. Κρύο είνε, θα περάση.
— Χαμήλωσε, του είπε, αφίνουσα την σαΐταν. Αλλ' ο Μανώλης έμεινεν όρθιος πλησίον του «αργαστηριού». — Δεν μπορώ, είπε με θλίψιν, γιατί αν αργήσω, θαρχίξη τσι φωνές ο Καρπάθιος κύστερα θα το πη και του κυρού μου. Και με την τελευταίαν λέξιν έφυγεν εκ του στήθους του στεναγμός. Δεν ήτο ζωή αυτή να δουλεύη του Θεού την ημέρα στον ήλιο, χωρίς μιας στιγμής ευκαιρίαν ... να την βλέπη.
ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και τον εγνωρίζατε για αριστοκράτη; ΚΟΒΙΕΛ Βεβαιότατα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτός ο κόσμος. ΚΟΒΙΕΛ Τι, δηλαδή; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Είναι μερικοί ηλίθιοι που θέλουν να πουν πως ο πατέρας μου ήταν έμπορος. ΚΟΒΙΕΛ Αυτός έμπορος; Αυτόχρημα συκοφαντία! Ποτέ δεν ήταν έμπορος. Ό,τι έκανε, το έκανε για να υποχρεώνη και το έκανε με μεγάλη αξιοπρέπεια.
ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όχι, όχι, όχι· δεν τα θέλω καθόλου αυτά θέλω μόνο αυτά που σας είπα: «ωραία μαρκησία, τα ωραία σας μάτια με κάνουν να πεθαίνω από έρωτα». Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Πρέπει να το επεκτείνετε λίγο. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όχι, σας είπα· θέλω μόνο αυτά τα λίγα λόγια, αλλά να είνε γραμμένα της μόδας, αραδιασμένα καθώς πρέπει. Σας παρακαλώ να μου πήτε τους διαφόρους τρόπους που μπορώ να τα γράψω.
Όσο για τον Τριστάνο, αφού σε τρεις ημέρες παράδινε τη Βασίλισσα στα χέρια του Βασιληά Μάρκου, στον Επικίνδυνο Πόρο, όφειλε ύστερα να περάση τη θάλασσα και να φύγη». «Θεέ! είπε ο Τριστάνος. Τι, πόνος να σε χάσω, φίλη! Είναι ανάγκη μολαταύτα, αφού μπορώ έτσι να σε γλυτώσω απ' όσα εξ αιτίας μου υπέφερες. Όταν θάρθη η στιγμή να χωριστούμε, θα σας χαρίσω ένα δώρο, εγγύησι της αγάπης μου.
Καμιά φορά, όταν παν κ' έρχουνται οι λογισμοί, όταν περνά η μέρα και δεν μπορώ άλλο να θυμηθώ παρά την ώρα εκείνη που την αποχαιρέτησα, όταν τη βλέπω που μ' αποχαιρετά και δε μου βγαίνει ο χωρισμός από την καρδιά κι από το νου, τότες μου φαίνεται πως πάλε μ' αφίνει και με μιας θολοσκεπάζεται ο κόσμος, πως κατεβαίνει κατεβαίνει η καταχνιά... Το νοιώθω πως την αγαπώ σαν και πρώτα και το νοιώθω πως είναι αδύνατο να κάμω χωρίς τη Μοιρίτα.
Το είπα, κι ως τόσο πάλι το ξαναλέγω: Παράδεισος, δαιμόνους γεμάτος αυτή η Πόλη! Κοπέλλα χαριτωμένη, με το μουντζουρωμένο το μέτωπο. Βλέπεις αυτό το πανώριο το Ταξίμι, κι ως τόσο την καρδιά σου την πλακώνει ένα βάρος, σα να πνίγεσαι μέσα στην καταχνιά. Φέρε, φέρε την εφημερίδα να διαβάσουμε, να ξεσκάσουμε. Παράξενο να μην μπορώ να τη διαβάσω ακούραστα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν