Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Μα αν δεν το κατορθώσω — κ' έτσι αιστάνουμαι, δε θα το κατορθώσω — τότε ήθελα να μου φορέσουν το λευκό μου φόρεμα. Στο κάτω κάτω συρτάρι του κομού είναι όλα τασπρόρρουχα που φορούσε ο Σβεν, ο άγγελός μου. Δόστε μου τα όλα. Βάλτε στην κάσα μου όλα όσα χωρούν από τα πράματά του. Μπορώ να είμαι ξαπλωμένη απάνω και στα σκληρά παιγνιδάκια του ακόμα. Και μια τελευταία επιθυμιά.
Πες μου, ψυχούλα μου Έφις, πού είναι.» «Πώς μπορώ να σας το πω, αφού ούτε εγώ το ξέρω;» «Πες το μου, πες το μου», επέμενε, σκύβοντας επάνω από το Έφις, ενώ έπιανε τα κολιέ της λες και ήθελε να τα βγάλει και να του τα προσφέρει. «Τον διώξατε; Τον έδιωξε η ντόνα Νοέμι;….. Πες το μου, εσύ το ξέρεις. Η Γκριζέντα μου θα πεθάνει….»
— Δε μπορώ, παιδί μου... Με την αδυναμία πούχω, θαποθάνω στη στράτα. — Αλήθεια είνε πολύ αλάργο και στον κάμπο κάνει μεγάλη κάψα. — Είπανε να με πάνε και στο μοναστήρι τση Φανερωμένης, μα κεκεί 'ν' αλάργο. Ας με κάνη ο Θεός ό,τι θέλει. Μα για πε μου πότε θα πας στη χώρα; — Τω πρώτες του Σετέμπρη. — Το Σετέμπρη; μουρμούρισε.
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, ΦΛΕΡΗΣ, αργότερα ΜΙΣΤΡΑΣ Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ήρθα να ξανασάνω και βρήκα μαλλί να ξάνω. ΦΛΕΡΗΣ — Θα τρέχω από πίσω σου να σε κυνηγώ; Πού σ' έστειλα; Περιμένω μια ώρα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Βλέπεις πως έρχομαι. Δεν μπορώ να γίνω εκατό κομμάτια, κύριε Τάσσο μου. ΦΛΕΡΗΣ — Παράγινες. Το ξέρεις; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ας όψωνται που με κατάντησαν. ΦΛΕΡΗΣ — Πού είναι η κυρία Δώρα; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Είναι άρρωστη λέει.
Τη δεύτερη φορά η Βασίλισσα αναγνώρισε το δαχτυλίδι με το πράσινο πετράδι. Τότε βαρυέστησε το παιγνίδι. Σκούντησε ελαφρά το χέρι του Ντινάς με τέτοιον τρόπο που πολλά κομμάτια έπεσαν με αταξία δω κ' εκεί. «Κυττάχτε, αυλάρχη· μου χαλάσατε το παιγνίδι, είπε, και δε μπορώ πεια να το εξακολουθήσω».
Ο Τζατσίντο ξαναπήρε το παιδικό του ύφος, όπως κάποτε, θλιμμένο και τρομαγμένο. «Α, όχι, όχι! Δε θέλω να έρθει!» «Δε θέλεις; Και πώς θα της το απαγορέψεις; Στο κάτω κάτω είναι η αρραβωνιαστικιά σου, υποσχέθηκες πως θα την παντρευτείς.» «Δεν μπορώ να την παντρευτώ. Αλήθεια δεν είναι ότι δεν μπορώ, Μικέλι; Δεν μπορώ και δε θέλω!
— Δε μπορώ, απήντησεν η Πηγή και ακούσασα βήματα απεμακρύνθη. — Καλά, θα το μετανοιώσης, είπεν ο Μανώλης τρεπόμενος προς αντίθετον διεύθυνσιν. Αλλά το έλεγε χωρίς πεποίθησιν, διότι ενόει ότι μάλλον αυτός θα μετενόει. Η ιδέα ν' απαρνηθή την Πηγήν του εφαίνετο τώρα αδύνατος. Αλλά και αν του επήρχετο τοιαύτη ιδέα, έν βλέμμα της Πηγής ήτο αρκετόν διά να τον επαναφέρη εις την αγάπην της.
Μπορώ κι' είμαι ένας διαβάτης ... Είδα ένα ωραίο τοπείο. Αχ! τι ησυχία! τι ησυχία! Κι' όμως — τι θάνατος .. . Αλήθεια θα είνε δυνατό να ζήσω κι' αύριο έτσι πεθαμένος ; Βελόνες της υποψίας, μαχαίρια της λύπης, φίδια της ζήλειας — η καρδιά μου που είχε την τρέλλα να γιατρευτή, τώρα φωνάζει και ζητεί της πληγές σας. Ω, ξαναρθήτε! Παρίσι, 1909.
Ούτε και να τον συλλογιέμαι του αξίζει. Σπουδαίο βλέπεις υποκείμενο! Μυρίζει σκόρδο ακόμη το στόμα του. . . Ήταν το στρώμα του μέσ' στο κουρέλι σαν τον πρωτογνώρισα κι' από την απλυσιά του σβέρκου του απόρησα. Αυτά στα λέω, θέλοντας να σου δείξω πόσο είμαι γουρλίδισσα, που να τον ρίξω με την μοίρα μου κατώρθωσα. Μπορώ για σένα που λαχταρώ κάτι παραπάνω σε τιμή να σου χαρίσω.
Ο Ίλιγγος έλαβεν εντολήν να πιάση τον Ρούντυ. «Μάλιστα! να τον πιάσω αυτόν!» είπεν ο Ίλιγγος, «αυτό δεν το μπορώ! το θηρίο η γάτα τον έχει διδάξει την τέχνην της. Αυτό το γέννημα ανθρώπου έχει δύναμιν ιδιάζουσαν, αλλόκοτον, που με απωθεί· δεν μπορώ να το φθάσω αυτό το παιδί, όταν κρεμιέται επάνω εις τους κλάδους, εκεί έξω επάνω από την άβυσσον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν