Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Να σου δείξω εγώ όμως τώρα πώς μπορώ και δίχως πατρίδα να ζήσω· πώς μπορώ να δουλεύω, να νοικοκερεύω, να παστρεύω, να μαζεύω, να πλουτίζω, να στολίζω. Κάμε και συ, αν μπορής, ένα τέτοιο περιβολάκι. Κάμε τέτοια κορίτσια να παίζουνε μέσα. Του κάκου, δε θα μπορέσης. Τέτοιο γούστο εσύ δεν τόχεις. Ρωμαίικο είναι αυτό το γούστο. Μου άρπαξες την πατρίδα μου; Κράταγέ την τήν πατρίδα μου. Χάρισμά σου.

Και τι άλλο οχ το μαχαίρι Του αφέντη μου το χέρι 1160 Καρτερώ για να μου δόση, Οπού να με ξεφορτόση; Αν φωνάξω δε σου φταίγω, Άφινέ με καν να κλαίγω, Κι' ως μπορώ να ξεθυμάνω, 1165 Επειδή και θα πεθάνω. Ο φρόνιμος, και ο γνωστικός, Παντού υπομονετικός, Της τύχης την καταδρομή Ποτέ δεν παίρει με ορμή· 1170 Αλλ' υποφέρει τα δεινά Με μέτρα γνώμης ταπεινά.

Είμαι σαν τον στρατιώτη που πήγε στον πόλεμο: επιστρέφω, αλλά δεν μπορώ να φοράω αυτά τα ρούχα.» «Πες μου τουλάχιστον, πού πήγες;» «Τίποτε το σπουδαίο, θέλησα να γυρίσω λίγο τον κόσμο.

Τι χάδια και τι φιλιά της κάναμε! — Δεν μπορώ, παιδιά μου, μας είπε, θα πάω να πέσω. Ήτανε γρηά, μα έκανε τα νάζια της η γιαγιακούλα. Ήθελε να την παρακαλούνε και να την χαϊδεύουν. — Έλα, γιαγιακούλα, πες μας κανένα παραμύθι, απ' αυτά που είδες με τα μάτια σου. — Δεν ξέρω, παιδιά μου, είπε πάλι η γιαγιά, σας τα είπα όλα. Δεν έχω πια άλλα. Μας λυπότανε όμως η γιαγιά, δεν μας χαλούσε χατήρι.

»Όταν συλλογίζουμαι κάποτε πως είσαι συ μαζί μου, πως μιλείς για όλα και δεν αφίνεις κρυμένη ούτε μια δίπλα της καρδιάς σου, νομίζω τότε πως είμαι ηχώ δική σου και πως είμαι τόσο φτωχή, ώστε να μην μπορώ να σου ξαναδώσω τίποτε. Κι όταν μου είπες πως δεν είναι έτσι, αιστάνθηκα πως είμαι τόσο ευτυχισμένη και τόσο πλούσια. Και γνωρίζω πως σου τα έδωσα όλα όσα μπορούσα να δώσω κι όλα όσα έχω.

Πιάστε της τα χέρια. Τρέξετε μέσα. Τι στεκώστε έτσι; Θε ν' αλλάξω για το δικό σου το χατήρι την απόφασί μου. Θέλω να πεθάνω! Την ταπείνωσί μου δεν μπορώ να υποφέρω. . . Εκατό ζευγάρια περιστέρια τάζω στην Αφροδίτη αν γλυτώση Ι Της το πήρα από τα χέρια πριν το σπάση. Δόσ' τον όπως είνε να τον ρίξουνε τον σφάχτη μεσ' στην αναμμένη στάχτη.

Συχνά, πολύ συχνά μου φαινότανε σα να μιλούσε κάποιος άλλος με το στόμα μου, χωρίς να μπορώ να τα εμποδίσω. Έπρεπε όλο να μου δίνης εσύ και γω να παίρνω μόνο. Μα τώρα θαλλάξη το πράμα. Φτάνει μόνο να γίνω καλά. Την ησύχασα και την παρακάλεσα να μη μιλά πολύ. Είμουνα παραπολύ ευτυχισμένος και δεν μπορούσα να πω περσότερα. — Ναι, ναι, είπε. Σώπαινα σε σένα και μιλούσα σ' άλλους.

Μα σα δε θέλει, δεν μπορώ και να τση βάλω το σκοινί στο λαιμό. Μα και δε σου ταιριάζει τουλόγου σου μια γυναίκα σαν τη Μαργή γή σαν την Πηγή. Αυταίς είνε μικροκοπελιές ακόμη και δεν μπορούνε να ξεδιακρίνουνε το κακό απού το καλό. Μουδέ ν' αγαπήσουνε και να λατρέψουνε τον άντρα που θα πάρουνε δεν κατέχουνε. Ο νους τως είνε άπηχτος ακόμη.

Έπρεπε να εξατμίσει, ν' αδειάσει, αδιάφορο πως, όλο το αίσθημα της γυναίκας. Η πλημμύρα του θα τον έπνιγε. — Δεν έχω καμιά φιληνάδα ή ερωμένη έξω, είπε, μα δεν με νοιάζει. Θα γράψω ένα γράμμα στη γυναίκα και θα της πω ό,τι αισθάνομαι γι' αυτήν ή από την έλλειψη της. Πιστεύω ότι μπορώ έτσι να νομίζω ότι μιλώ με κάποια, και ότι την έχω κοντά μου και μ' ακούει.

Αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτε ούτε να σκεφτώ τίποτε. Η ευτυχία μού ήρθε τόσο ανέλπιστα, ώστε να μην μπορώ να συνέρθω από τη φοβερή νάρκη, που με κυρίευε ακόμα. Μηχανικά έβγαλα τα γάντια μου και το επανωφόρι μου κ' έστεκα εκεί και προσπαθούσα να συνηθίσω τα μάτια μου στη λάμψη της φωτισμένης κάμαρας. — Δε θέλεις να πας μέσα να τονέ δης; Δεν κοιμάται, είπε η γυναίκα μου.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν