Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Ήλθεν εις της Καρολίνας μία φίλη της, και εγώ μπήκα εις το παρακείμενον δωμάτιον, διά να λάβω ένα βιβλίον· δεν μπορούσα ν' αναγνώσω, και τότε έλαβα μια πέννα για να γράψω.

Θα τον πάρω κάτω στο ακρογιάλι απόψε το βράδι, όταν θα κοιμούνται όλοι. Είναι μια μικρή πάλη. Κ' έτσι δε θα σε βασανίζω πια όπως το έκαμα έως τώρα. Μπήκα μπροστά της και με όση δύναμη είχανε τα χέρια μου την κάθησα με βία στον καναπέ. — Περίμενε, είπα, περίμενε! Δεν το ξέρεις και συ τι κάνεις. Μα εκείνη μου απάντησε μονάχα: — Θα είναι δυστυχία και των δυο μας, αν μ' εμποδίσης.

Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ' έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.

Μπήκα μέσα βιαστικά με κείνο το απελπιστικό συναίστημα πως είμαι ξένος, ένα συναίστημα που με πιάνει πάντα όταν έρχουμαι το καλοκαίρι στη Στοκχόλμη και γνωρίζω πως θα είμαι μόνος. Δεν είχα προφτάσει ακόμα να ζητήσω να μου δώσουνε δωμάτιο, όταν ήρθε ο πορτιέρης και με παρεκάλεσε να πάω στο τηλέφωνο.

Φωνή δεν είχα σαν μπήκα. Ανέβηκα ίσια απάνω, και πολεμούσα να συνεφέρω. Τον έβλεπ' ακόμα το φίλο με τάγρια τα μάτια. Δεν ξέρω πόση ώρα κοίτουμουν έτσι· μήτε τι συλλογιούμουν. Ένα πράμα θυμούμαι, που αποφάσισα να μην τους πω τίποτε κάτω. Θα τρομάξουν, είπα, κ' ίσως με τάξουν και μένα Καλόγερο!

Καταραμένη νάναι η μέρα που γεννήθηκα, καταραμένη η μέρα που μπήκα σ' αυτό το καράβι! Ιζόλδη, φίλη, και σεις, Τριστάνε, το θάνατό σας ήπιατε!» ... Και πάλι το καράβι αρμένιζε για το Τινταγκέλ.

Δεν άσπρισαν ακόμη τα μαλλιά μου κι ωςτόσό τι να σας πω; Άμα ξαναείδα την Πόλη, με φάνηκε σα να ξαναχαίρουμουν της νιότης μου τα πρώτα χρόνια. Μπορεί να με γέλασαν τα μάτια μου, μα σαν μπήκα στο παλιό μας το σπίτι, θαρρούσα που με γλυκοκοίταζαν οι τοίχοι.

Κάθισε· κάθισε να σ' τα πω! Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά του. — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . . — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε! — Στάσου δα, μη βιάζεσαι.

Στο περιβόλι μας εκεί κάτω! Στο περιβόλι μας είναι πίσω συκιές και πλατάνοι. Μα έχει μια πόρτα δεξιά ο μπαξές, μια πόρτα που βγαίνει πλάγι στο δρόμο, στο δρόμο δεξιά μεριά, μια πόρτα μικρή, καταραμένη. Άνοιξα και μπήκα τότες εγώ. Είναι ίσκιος και δροσιά στο περιβόλι μας πίσω. Τι αγαθό που είναι το περιβόλι! Τι καλοσύνη που την έχει η αβγή! Γλυκοχαράζει για να χαίρεται ο κόσμος.

Τους άφησα και έφυγα. Προυχώρησα παρέκει, 'Μπήκα σε κάτι φλαμουριαίς. Έρχονταν από πέρα Τρεις κόραις. 'Σάν οι Άγγελοι Πετούσαντον αέρα. Δυο ήταν από τα πλευρά. Και μιατη μέση στέκει. Αγγαλιασμέναις και η τρεις. Αι χάριτες μου 'φάνη Πως έρχονται. Κυτάζονται Η μία με την άλλη, Κι' όλος ο τόπος έλαμπε... Τι ωμορφιά!...Τι κάλλη!... Από τον ώμο τεχνικά Η μια την άλλη πιάνει.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν