United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα η μικρά Φωτεινή κάθηται παράμερα εις μίαν γωνιά της καλύβας· τα δύο της ωραία ματάκια, τα οποία, όταν είνε χαρούμενα, λάμπουν σαν να έχουν μέσα των αληθινό φως, είνε γεμάτα δάκρυα. Έξαφνα ο ταχυδρόμος εκτύπησε την θύραν. — Καλώς τα δέχθηκες, κυρ Σταμάτη, εφώναξε· σου φέρνω γράμμα από τον πατέρα σου! Αλλά πώς να διαβάση, καθώς ήτο ο κυρ Σταμάτης, το γράμμα!

Η θεια Χρηστίτσα στην άλλη άκρη της φωτογωνιάς, στα γέρικά της γόνατα γερμένη, χίλιω χρονώνε τόρα γριά ανάμεσα σε μια νυχτιά, κρύβει τα σβυσμένα τα ματάκια της μέσα στα χέρια τα ξεραγκιανά, και κλαίει, ολοένα κλαίει. Μάβροι και σκοτεινοί οι λογισμοί της περιτριγυρίζουνε το νου σπαραχτικά, και τη νυχιάζουνε στα βάθη της ψυχής σκληρά, για την αμαρτωλή ζωή της κόρης της της ακριβής.

Τόμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ' τον κόσμο κ' έλυωνε σαν το κερί. Κι' όλο έλυωνε, ως που μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα, και δεν τάνοιξε πια. Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κ' οι τραγουδιστάδες της βγάλανε τραγούδι.

Εκάθησε κάτω περιμαζεύουσα τα κράσπεδα του φορέματός της, είτα εξηπλώθη, εσταύρωσε τα χεράκια της, έκλεισε τα ματάκια της, και εκαμάρωνεν ώμορφα-ώμορφα, καθώς έλεγεν η γραία θεία της. — Φτάνει τώρα, έκραξεν η χήρα του Επάρχου· σήκω απάνω μη μας ιδούν, και λένε, τι πάθανε αυταίς; . . . Τι ώμορφα που κάνεις την πεθαμμένη! . . . Ανέβα γλήγορα, και πάμε.

Βλέπων δε ατενώς ο Παπά-Κονόμος προς τα φεγγοβολούντα κανδηλάκια εψιθύρισεν: — Ο ρακένδυτος Φραγκούλας θα ήλθε. Προς τας ελαφράς της αύρας πνοάς, η φωτίτσαις των κανδηλίων έπαιζον σειόμεναι ρυθμικώς· του εφάνη δε τότε πως έπαιζαν και τα ματάκια των εικόνων σαν ζωντανά. — Δεν τω έκαμε πλέον εντύπωσιν η τάξις και η ευπρέπεια του ναΐσκου, και δεν ηπόρει.

ΡΩΜΑΙΟΣ Ας ήμουν το πουλάκι σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μακάρι, ω γλυκέ μου· αλλά θα σ' εθανάτονα απ' το πολύ το χάδι. Καλήν σου νύκτα- πήγαινε, Ρωμαίε. Καλήν νύκτα. Τόσον μου φαίνεται γλυκειά του χωρισμού η πίκρα, που έως αύριον 'μπορώ να λέγω καλήν νύκτα. ΡΩΜΑΙΟΣ Ο ύπνοςτα ματάκια σου, ‘ς το στήθος σου γαλήνη!

Είσαι του λόγου σου μέσα στην καρδιά του κοριτσιού; Πού το ξέρεις κι' αν τον αγαπούσε; Κι' αν δεν τον αγαπούσε ήθελες να τονέ κλαίη τώρα; — Συχώρα με, ματάκια μου, είπε πάλι ο Γιαννιός χαμογελώντας κάτω απ' το μουστάκι του. Σαν είνε έτσι το πράμμα παίρνω πίσω το λόγο μου. Ο Θεός μονάχα να σου χαρίζη ζωή, να μη σε κλάψη του λόγου σου.

Με τις βρύχωρες τις βρακούλες του· με τα ξεγυμνωμένα πάνω ως το γόνα, στραγκημένα, ξεραγκιανά καλαμόπουδά του· με το σουλουπιάρικο, τόσο δα, κατάξαρο, σουφρωμένο προσωπάκι του· με τα ψαρά γενάκια του, μαδημένα σαν του τσόλου τα φτερούγια, σπαρμένα δώθε κείθε στο αλατοψημένο το πετσί του, πάνω στάσαρκα ριζάφτια του κολλημένα· με δυο ματάκια, ρουφημένα μέσα, γουβωμένα, μικρούτσικα κ' έξυπνα, σπίθες στο γιαλό, γεμάτα αγάπη και χαρά, γεμάτα καλοσύνη και γλύκα.

Αρνί σου θα γίνω. Κοίταξέ με. Τα ματάκια σου, δώσε με τα ματάκια σου να τάχω πάντα μαζί μου, πάντα να μ' ακλουθούν και να θέλγουν. Τότες πια δεν τυραννιούμαι. — Έπρεπε να σε μισήσω, Καρλή, και δε σε μισώ. Δεν ξέρω κ' η ίδια τι μου γίνεται. Είμαι ακόμη παιδί. Είμαι άπραχτο παιδί. Εσύ τόσα είδες, τόσα έμαθες! Εσύ είσαι άντρας. Ναι! Το κατάλαβα πως δεν παίζεις μαζί μου.

Διά τούτο ήτο γεμάτη αφιερώματα η Παναγία η Λημνιά! Παιδάκια, χεράκια, ματάκια, όλα ασημένια, εκρέμοντο εκεί εκ σχοινίου μεταξωτού οριζοντίως επάνω εις την εικόνα προσδίδοντα αίγλην και λάμψιν θαυμαστήν. Αλλά προ πάντων ασημένια καραβάκια και βαρκίτσαις ήσαν εκεί εν μέσω των αναθημάτων.