United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι άντρες τι σου λένε, θεέ μου. Δες τόρα. Με τι πόζα, με τι χάρη κάθουνται όλοι στις καρέκλες. Όλοι σχεδόν κρατούν στα χέρια τους απόνα κομβολόγι και τρικ, και τρακ και λιγόνουν τα ματάκια τους που με κοιτάζουν. Χα... χα., χα...! Δύο τρεις μάλιστα είνε και γκαντέ σήμερα.

Χρυσοπηγή, χρυσόνειρο της άπραγής μου νιότης, Δείξε μου μια βολά κ' εσύ σημάδι αγάπης, Χρύσω, Τι ο μαύρος θα να βουρλιστώ με τον καϊμό που θρέφω, Τι στα μελίγγια μου ο καϊμός βαριά ξανάφτει θέρμη, Κι' αν κλαίγω, τα ματάκια μου για εσένα κλαίγουν, Χρύσω.

Καθήσαμε και οι τρεις στις στρωμένες χοντρές ψάθες, ο σύντροφός μου ο μηχανικός, καμιά σαρανταριά χρόνων άνθρωπος, πάντα χωρατατζής, πάντα ακούραστος στο κυνήγι και στο γλέντι, ο δούλος του, μια γροθιά ανθρωπάκι, με δυο ματάκια σαν κουκούτσια από ελιά, αλλά σκυλί μονάχο, κυνηγός με τ' όνομα, κι εγώ.

Τα είδες της λέγει επί τέλους μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, μήτε ξεθυμαίνουσα αρκούντως διά μόνου του φυσήματος, η κυρία Παρδαλού. Τα είδες τα; Ορίστε τόρα! Όταν σου έλεγα εγώ να μην πάμε . . . — Αι, ματάκια μου, τι θέλεις να κάμη ο άνθρωπος; αφού αρρώστησε η γυναίκα του . . .

Τούτο, ματάκια μου, — και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον αυτού· επ' εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα εις ρύακα ρητινίτου, — τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει μέρισμα, καθώς λένε τώρατο μεγάλο κόσμο. Και ξέρεις τι θα πη μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο! — Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των περικαθημένων.

Και αίφνης, ρίψας τα μικρούτσικα ματάκια του ο γέρων ποιμήν, επί του εγγύς ηρειπωμένου οίκου, αληθούς μεγάρου, σειομένου, θαρρείς, εις την πνοήν του ανέμου και απειλούντος να κρημνισθή και να κρημνίση γύρω-γύρω πολλά σπιτάκια, τα οποία εν τρόμω έπτησσον περί τα κράσπεδά του ως γαλιά περί μαδημένην γαλοπούλαν, και παρατηρήσας καλώς ότι δεν έφερε σταυρόν, ανέκραξε, διαμαρτυρόμενος, ως παραμυθών την απαραμύθητον γραίαν: — Δεν κάνανε, μπάρεμ, κ' εδώ ένα σταυρό, σ' αυτό το στοιχειό, να φύγουν τα στοιχειά, που χορεύουν κάθε βράδυ και τρομάζει ο κόσμος να περάση την νύχτα; Δεν είδανε κοτζάμ στοιχειό ενώ, μόν' είδανε την τρύπα την δική σου;

Η γατούλα άνοιξε τα ματάκια της απάνω στα κάγκελλα του παραθυριού, νιαούρισε γλυκά και ξανακοιμήθηκε. Ο φονιάς γύρισε και τηνέ κύτταξε προσεκτικά, πρόσχαρα. — Γατί μαθές. Ένα γατί χωρίς ψυχή τούδωκα ψες το βράδυ και το γνωρίζει. Κάθεται και μου κάνει συντροφιά. Και το σκοτώνεις το γατί και λόγο δε δίνεις σε κανένα. Ας είνε. Αναποδιές γεμάτος ο κόσμος!

Νά, δεν κυττάζεις τα ωραία ματάκια της Παναγίτσας μας; Δεν σου λέγουν ότι θα έλθη; Και εξηκολούθει τας προσευχάς της ημέραν και νύκτα, γονυπετής ενώπιον της αγίας Εικόνος μέσα εις τους ευώδεις καπνούς των θυμιαμάτων που άφθονα είχεν ανάψει, σαν να ήτο μία ζωγραφιά αγγέλου, και έλεγε μετά κατανύξεως και πεποιθήσεως: — Αν τον επότισαν, Παναγία μου Δεσποινα, χάλασέ τα τα μάγια!

Πού βρίσκεται η όμορφη βασίλισσα; Κ' η Μαρία, ανοίγοντας τα μεγάλα της μάτια προς τον ουρανό, τούλεγε πάλι λυπημένα: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν φθάνουνε να ιδούνε ως τον έβδομο ουρανό. Τότε ο Πέτρος της χάιδευε τα ξανθά μαλλιά και της έλεγε: — Σαν ανεβούνε τα ματάκια σου απάνω στάστρα, μη μ’ αφήσης μοναχό μου. Πάρε με μαζή σου να ιδούμε την όμορφη Βερενίκη.

Ξανθός παις, με γαλανά ματάκια, άσπρος κάτασπρος, σαν τον πατέρα του τον μπάρμπα-Χιονάν, κατά της καλλονής του οποίου εφαντάζετο, ότι ενέδραν φοβεράν είχε στήσει η αδυσώπητος θάλασσα. — Για την θάλασσαν σ' έχω εγώ; Ανεστέναζε πολλάκις η χήρα. Και όσον εμεγάλωνε, τόσον ηύξανε και ο προς την θάλασσαν έρως του. Τίποτε άλλο δεν εζήλευεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης της Αλτανούς από την θάλασσαν.