United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη την λατρεύης · άφες την, αν είναι και ζηλεύη· πρασινοκίτρινην θωριάν η φορεσιά της έχει, και μοναχά εις τους τρελλούς ταιριάζει · πέταξέ την! Είν' η αγάπη μου εκεί· η δέσποινα μου είναι. Ω! ας το ήξευρε! — Λαλεί. — Όχι·δεν είπε λέξιν αλλά το μάτι της λαλεί. Απόκρισιν θα δώσω. Πλην υπερηφανεύθηκα· δεν ομιλεί εμένα.

Αλήθεια ήσαν όλ' αυτά; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Αλήθεια είναι όλα. Όμως διατί τον Μάκβεθ τόσον θάμβος εκυρίευσε; Ας δώσωμεντον νουν του διασκέδασιν και όλα τα καλά μας ας του δείξωμεν. Μαγεύω τον αέρα και λαλεί εγώ, ενώ χεροπιασμέναις σεις χορεύετε, να μας ιδή ο μέγας βασιλεύς αυτός με τι χαράν και σέβας τον δεχόμεθα!

« Τον ψάχνω τότετην καρδιά... » Ωχ! έπαυσε να πάλλη! » Τον 'φώναξα δεν με λαλεί, » Τον 'κάλεσα δεν με καλεί, » Τότ' έγεινα άλλη για άλλη. « Αχ!..τότε τον κατάλαβα. » Πώς ήτον σκοτωμένος. » Τον άφησατην ερημιά. » Και τρέχω ναύρω το φονιά· » Μα ο φονιάς κρυμμένος

Ο βασιλεύς θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε αλήθεια ότι αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με πολλήν νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν φωνήν που λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να τον ακούσω, απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να κάμη.

Ωστόσο η κόρη του Διός, η Αθηνά η Παλλάδα, παίρνει απ' το χέρι και λαλεί του λυσσασμένου τ' Άρη 30 «Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη, δεν τους αφίνουμε τους διο να πολεμάνε τώρα, σ' όπιον του Κρόνου θέλει ο γιος τη νίκη να χαρίσει, κι' ας τραβηχτούμε πίσω εμείς, μη μας θυμώσει ο Δίας

Σάστισε εκείνος και γυρνάει, κι' αναγνωρίζει αμέσως την Αθηνά που ξάστραφταν τα φοβερά της μάτια. 200 Και κράζοντάς την της λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κόρη του Δία σκιαχτερή, γιατί ήρθες τώρα πάλι; μη θες να δεις την αψηφιά του βασιλιά Αγαμέμνου; Εγώ 'να λόγο θα σου πω που ίσως τον δεις να γίνει· σα γλήγορα οι περφάνιες του στον Άδη θαν τον πάνε205

Και σαν τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους που Τρώων λόχους λιάνιζε απ' τ' άσπαστο δοξάρι, και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια 280 «Τέφκρο μου, γιά στο χέρι σου, του Τελαμώνα θρέμα, ρήχνε έτσι, μπας και δει ο στρατός φως μέρας κι' ο γονιός σου ο Τελαμώνας, που μικρό σ' ανάθρεψε και πάντα στον πύργο του σε φρόντιζε, κιας είσουν νοθοπαίδι· μακριά' ναι αφτός, μα δόξασ' του στον κόσμο τ' όνομά του. 285 Κι' άκου το τι σου τάζω εγώ, που θαν το δεις να γίνει· μια μέρα αν δώσει η Αθηνά κι' ο Ελυμπήσος Δίας ναν την κουρσέψουμε την Τριά, τη μυριοπλούσια χώρα, πρεσβιό στερνά από μένα εσύ θα λάβεις πρώτα πρώτα, καν άμαξα διπλάλογη, καν τρίποδο λεβέτι, 290 καν κόρη νια που δίπλα σου τη νύχτα να πλαγιάζει

Χαρά στην νια την ώμορφη, που την καρδιά θ' ανοίξη Και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξη! Ένα πουλάκι λάλησετης ποταμιάς τα δέντρα, Ένα πουλάκι οπού λαλεί τον Μάη με την αυγούλα Κι' οπού ξυπνάει τους πιστικούς, ξυπνάει τους καρβανάρους, 'Τούς καρβανάρους στ' άλογα, τους πιστικούς στα γίδια. Εξύπνησ' έναν γέροντα, γέροντα καρβανάρον, Που κόνευε στην ποταμιά παράμερα του δρόμου.

Κι' άμα τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Αχ, γέροντα, όπως μέσα ο νους σούναι μεστός στα στήθια. έτσι το χέρι ας σ' άκουγε, τα κότσα ας σου βαστούσαν! Μόνε τα έρμα γερατιά σε τρων... που να θε πιάσουν 315 κάνα άλλονε, και με τους νιους να σ' έβλεπαν εσένα

Και πάει σιμά και του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Τάχατες θες το λόγο μου, γιε του Λυκά, ν' ακούσεις: Γοργή σαΐτα σου βαστάει να ρήξεις του Μενέλα; Θα σ' τόχουν χάρη οι Τρώιδες, θα σε παινέσουν όλοι, 95 κι' απ' όλους χάρη πιο πολύ θα σ' το γνωρίζει ο Πάρης, και πρώτος μ' αξετίμωτα θα σε πλουτίσει δώρα αν δει τον πολεμόχαρο Μενέλα ξαπλωμένο πας στην πολύπικρη φωτιά, της σαϊτιάς σου θύμα.