Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα 430 απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας, της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια, τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα, ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά• και ο γέρος 435 τον χρυσόν δίδει• τεχνικά τον περιχύνει εκείνος 'ς τα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση η Αθηνά• και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα έσυρναν απ' τα κέρατα• κ' εις πλουμιστή λεκάνη έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι 440 ουλαίς μέσα 'ς το κάνιστρο• και ο ανδρείος Θρασυμήδης αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα. και ο Περσέας το σταμνί• και ο γέρος ο ιππότης Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, 445 και 'ς το πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις. και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης, υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει• κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη της δαμάλας η δύναμις• εφώναξαν η κόραις 450 και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία, Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου. κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα• την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος. με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, 455 ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία, με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι• κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• τότε ο γέρος 'ς ταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα• και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. 460 και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν, και τά 'ψηναν 'ς τα μυτερά σουβλιά 'που 'χαν 'ς τα χέρια.
Πώς αλλοιώς θα την κάμη να πονέση περισσότερο, να πνιγή στα δάκρυα, να μαραθή από τη λύπη; Εστρηφογύρισε την εικόνα στα χέρια της με κάκια και χαρά, την κομμάτιασε κ' έρριξε τα κομμάτια απάνου της. — Να, μωρή, φά' τα! είπε. Κ' έκλεισε την πόρτα πίσω της δυνατά Η Ασημίνα έκατσε στο κρεββάτι κυττάζοντας τα κομμάτια με χαύνες ματιές. Ένα κραχ! αιστάνθηκε μέσα της.
Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η Κριτική, από την οποία πήρα κομμάτια, είναι από το είδος της πιο υψηλής κριτικής. Το έργο της Τέχνης το παίρνει απλώς σαν μια αρχή καινούριας πλάσεως. Δεν περιορίζει τον εαυτό της — ας το υποθέσουμε τουλάχιστο για μια στιγμή — στο ν' ανακαλύψη τον πραγματικό σκοπό του καλλιτέχνη και να τον παραδεχθή ως οριστικόν.
Δεξά ο κάμπος, μοιρασμένος από τους ζευγολάτες αδερφικά 'ς ίσια και κανονικά τετράγωνα κομμάτια, αναχαράζει κι ακαρτερεί ώρα 'ς ώρα ταλέτρια και τα καματερά, να διαβούν από πάνω του και να τον οργώσουν.
Τo Νίκο τον πήραν οι φίλοι απ’ του Μακρυγιάννη, να πάνε να φάνε σ' ένα μαγαζί στην Πλάκα. Η Ευρυδίκη απόμεινε πιο κάτω, στο σπίτι της, για να μη συναπαντηθή με τις Χαρζανοπουλίνες. Αυτές είχανε γίνει καπνός απ’ τη γέφυρα του Νεκροταφείου- Απέξω απ’ την πόρτα του σπιτιού ήταν τα κομμάτια του σπασμένου κανατιού λες κ' ήταν τα συντρίμμια απ' τη ζωή της Βεργινίας. Αχ, τι κάμαρη ήτον τούτη!
Και η γρήγορη στριγγιά φωνή της Ελισάβετ: «Ω, κόψε και κάνε τα κομμάτια τα κορδόνια του κορσέ μου!» Είναι λίγα απ' τα πολλά παραδείγματα που μπορεί κανείς ν' αναφέρη.
Με όσην λύσσαν μάχονται αλεκτρυόνων ζεύγη, και καρτερούν οι θεαταί μετά παλμών και φρίκης τις εκ των δυο νικητής αγέρωχος θα έβγη, κι' ακούονται διθύραμβοι Πινδαρικοί της νίκης, και αποσπούν οι όνυχες τεμάχια κρεάτων, και χύνονται εγκέφαλοι, εντόσθια και μάτια, κι' οι πολεμούντες κολυμβούν εις χείμαρρον αιμάτων, ως να κοπή ο νικηθείς εις χίλια δυο κομμάτια, με τόσην ώρμησαν κι' αυταί η μια κατά της άλλης, της συμπλοκής των θεατής εγώ ευρέθην μόνος, και με παλμούς επρόσμενα κατάπαυσιν της πάλης, να 'δώ εις ποίαν θα δοθή το γέρας του αγώνος.
Αντίκρυ του, σαν όμορφο Άγαλμα του Φειδίου, Καθόντανε σε μάρμαρο Εκείνος ο μεγάλος Της Αλαμάνας ήρωας, 'Σαν Λεωνίδας άλλος, Ο Διάκος, ο καταστροφεύς Κ' εχθρός του Κορανίου. Κυττάζει όλους μια φορά Μ' αστραπηβόλα μάτια, Και με μια σοβαρότητα. Το ζέρβιο χέρι βάνει Μες το ζερβί του το πλευρό. Βγάζει το γιαταγάνι, Και λέγει: «Αδέλφια, βλέπετε; « Γίνηκε δυο κομμάτια»
Εγύρεψε πάλιν διά να του φέρουν και άλλα διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη υποφέροντάς την αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς επήρε ένα ξύλον διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον επρόλαβε, και πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με τους όνυχάς του.
Ετούτος ο τόπος ήτον ένα βαθύτατον και πλατύ υπόγειον, η πόρτα του οποίου ήτον από τζελίκι μίαν πήχυν χοντρή· την οποίαν ανοίγοντας ήλθον ευθύς εις ένα χοντζερέ πολλά σκοτεινόν και απερνώντάς τον, ήλθον εις μίαν σάλαν μεγάλην, την οποίαν τα πολλά καρβούνια την έκαναν πολλά φωτεινήν, τότε ο Αμπτούλ έλυσε τα μάτια του βασιλέως, ο οποίος με μεγάλην έκπληξιν εκύτταξεν εκείνα που επροσφέροντο εις τους οφθαλμούς του, μία λεκάνη από μάρμαρον άσπρον, που είχε τον γύρον της σαράντα πήχες και το βάθος εικοσιπέντε, εφαίνονταν εις την μέσην της σάλας, η οποία ήτον γεμάτη από μεγάλα κομμάτια χρυσάφι, αυτή η λεκάνη ήτον επάνω δώδεκα στύλων από το ίδιον χρυσάφι, και αναμεταξύ των στύλων ήσαν άλλα τόσα αγάλματα από πέτρες πολύτιμες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν