Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Εμβαίνοντας λοιπόν μέσα εις τον ναόν ευχαρίστησα την τύχην μου, που με εφύλαξεν έως τόσον ζωντανόν· εξενύκτησα μέσα εις τον ναόν εκείνην την νύκτα και εις το όνειρον μου εφάνη ένας σεβάσμιος, γηραλέος την μορφήν και λέγει· εάν σκάψης υποκάτω όπου κοιμάσαι, θέλεις εύρει ένα δοξάρι με σαΐτες μολυβένιες, κατασκευασμένες υποκάτω εις κάποιον αγαθοποιόν πλανήτην, διά να ελευθερωθή το ανθρώπινον γένος από πολλά κακά που του επανίστανται· έπειτα να ρίψης τες σαΐτες εις το άγαλμα και ευθύς θέλει πέσει, το μεν άγαλμα εις την θάλασσαν το δε άλογον προς το μέρος σου· τότε θέλει φουσκώσει η θάλασσα έως την κορυφήν και εκεί θέλει ευρεθή ένα καΐκι με ένα άνθρωπον μπρούντζινον που να κουπίζη και θέλεις εμβή εις το πλοιάριον εκείνο και εις δέκα ημέρας θέλει σε βγάλει κατευόδιον εις την πατρίδα σου· όμως πρόσεχε να μην αναφέρης το όνομα του μεγάλου Προφήτου παντελώς εις το ταξείδιόν σου, διά να μη σου συμβή κανένα ατύχημα.

Κι' ήρθε από πάνου στάθηκε στην κεφαλή μου κι' είπε «'Κοιμάσαι, γιε του μαχητή, του φημισμένου Ατρέα; 60 Όλη τη νύχτα ο προεστός δεν πρέπει να κοιμάται, πούχει πολλά να νιάζεται, λαούς να διαφεντέβει. Μον γλήγορα άκου με· έρχουμαι σταλμένος απ' το Δία, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σ' ακριβοφροντίζει.

Συ είσαι νιος και βλέπεις. — Ε, πώς νυστάζω. — Α, υπναρά. — Άφσε με να κοιμηθώ. — Νάνι, νάνι, το μικρό. — Ωχού, ουχού! έκαμεν ο Βούγκος χασμώμενος. — Δεν ακούς και τον Μάχτο; — Πού 'νέ τος; — Σηκώθηκε. — Τι κάνει; — Μιλά με τον πατέρα σου. — Ε, άφσε τους να 'μιλούν. — Και συ να κοιμάσαι; Δεν χόρτασες τον ύπνο; Ο Βούγκος δεν απήντησε πλέον.

Κι όταν είμαι ήσυχη τότε και χαρούμενη, μου χαμογελά και φαίνεται ευτυχισμένος. Με κοιτάζει, όπως με κοίταζε όταν ζούσε, και πριν προφτάσω να στοχαστώ χάνεται πάλι. Ωστόσο είμαι ευτυχισμένη. Γιατί γνωρίζω πως είτανε κοντά μου. Έρχεται συχνά όταν εσύ κοιμάσαι και γω μένω άυπνη. Κάποτε λέω να σε ξυπνήσω. Μα δε τολμώ. Γιατί φοβούμαι πως αν ξυπνήσης, θα χαθή.

Και συ, Κυβέλη, τάχατε δεν κλαις το βοϊδολάτη; Μήπως κι ο Ζευς δεν έγινεν αϊτός για βοϊδολάτη; Μόνο η Ευνίκη, πιο ώμορφη τάχα κι απ' την Κυβέλη κι απ' τη Σελήνη πιο ώμορφη κι από την Αφροδίτη, αυτή δεν καταδέχεται, δε θέλει βοϊδολάτη. Και συ, Αφροδίτη, εδώ κ' εμπρός μην αγαπάς εκείνον, μη τον γυρεύης στο βουνό, μη τον ζητάς στη χώρα, μα μόνη κι ολομόναχη τη νύκτα να κοιμάσαι.

ΠΕΤ. Τι να σου πω πρώτον και τι δεύτερον, Μίκυλλε; Τους φόβους και τας ανησυχίας, τας υποψίας, το μίσος και τας επιβουλάς εκείνων που σε πλησιάζουν και σε περιστοιχούν; Εξ αιτίας τούτων κοιμάσαι ολίγον και διακεκομμένον ύπνον και βλέπεις όνειρα ταραχώδη, αι σκέψεις σου είνε τεταραγμέναι πάντοτε, γεμάται από φόβους και ανησυχίας.

Όταν ίδης σύζυγον, ανησυχούντα διά την πίστιν της γυναικός του, λάλησε εις το ους του: — Ηλίθιε! θέλεις να κοιμάσαι ήσυχος; αφαίρεσε ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου, και πρόσθεσε τα εις την ψυχήν της. Ούτε ο ήλιος τυφλώνει ταχύτερον τους οφθαλμούς σου, από την λάμψιν, την οποίαν διαβλέπεις εις τον εαυτόν σου.

Αποτραβήχτηκαν τα δυο αδέρφια σε παράμερη κώχη, και σαν αγριοκοίταξε δίπλα κατά το χωριό ο Δημήτρης, και μουρμουρίζοντας αντίθεες βλαστημιές έφτυσε στον αέρα, σα νάβλεπε κάποιον εκεί που λόγους δεν είχε να του παραστήση το μίσος του, γυρίζει και λέει του αδερφού του. — Μωρέ Μιχάλη, κοιμάσαι, καημένε! — Πες μου τι τρέχει, και με πέθανες.

Προτιμώ τον Τάσσο και τους μύθους του Αριόστου, που σε κάνουνε να κοιμάσαι όρθιος. — Να τολμήσω να σας ρωτήσω, κύριε, είπε ο Αγαθούλης, αν δε σας δίνει μεγάλη ευχαρίστηση το διάβασμα του Ορατίου;

Και εσκέπτετο ο Δημήτρης, και εσκέπτετο η Μαριώ, και εστρέφοντο με κλειστούς οφθαλμούς επί της κλίνης των, προσποιούμενος έκαστος ότι εκοιμάτο, ίνα μη αφυπνίση τον άλλον, ον υπέθετε κοιμώμενον. Τέλος εβαρύνθη ο ανήρ να κρατή κλειστά τα όμματά του. Τα ήνοιξε, και είδεν άγρυπνον παρ' αυτώ την γυναίκα του. — Δεν κοιμάσαι και συ Μαριώ; είπε.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν