Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Και μόνο όταν στον θάλαμο τον νυφικό της μπήκε και είδε το κρεββάτι της, τα κλάμματα την πήραν. «Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σ' εγνώρισα παρθένα και που γυναίκα με έκαμες εκείνου που με χάνει, σε χαιρετώ. Δεν σε μισώ. Μόνον εσύ με χάνεις. Γιατί εγώ δεν ήθελα εσένα να προδώσω, αλλ' ούτε και τον άνδρα μου, γι' αυτό πεθαίνω τώρα.

Αυτά 'πα, και η καρδία τουςτα λόγια μου ερραΐσθη, και αυτού καθίσαν, έκλαιαν• ανέσπααν τα μαλλιά τους, αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι.

Δεν τον έκλαψε καθόλου: ούτε κλάμματα, ούτε θρήνους, μονάχα τα μέλη της έγιναν όλα άσπρα και αδυνάτισαν. Η ψυχή της πήρε μια δυνατή επιθυμία να χωριστή από το σώμα. Ο Ρόχαλτ προσπαθούσε να την παρηγορήση. — Βασίλισσα, έλεγε, δεν θα βγη κανένα κέρδος από ένα καινούργιο πένθος.

Θαναγνωρίση τουλάχιστον αυτό το δαχτυλίδι που μούδωσε άλλοτε, με κλάμματα και με φιλιά, την ημέρα του χωρισμού; Αυτό το δαχτυλιδάκι με την πράσινη πέτρα ποτέ δε μάφησε. Πολλές φορές του ζήτησα συμβουλή στης συφορές μου. Πολλές φορές αυτή την πράσινη πέτρα την έβρεξα με τα θερμά δάκρυα μου». Η Ιζόλδη είδε το δαχτυλίδι. Ανοίγει τα χέρια της: «Νάμε! Πάρε με, Τριστάνε

Από δω και πέρα μπορείτε να οικονομηθήτε απ' αλλού, γιατί αυτός περιφρονεί την αγάπη σας. Πήρε με μεγάλες τιμές γυναίκα του την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, την κόρη του Δουκός της Βρεττάνης». Ο Καριάδος φεύγει θυμωμένος. Η Ιζόλδη η Ξανθή χαμηλώνει το κεφάλι κι' αρχίζει τα κλάμματα.

Αμ' δεν είπαμε δα, γυναίκα, ν' αρχίσωμε τα κλάμματα! υπέλαβεν ο ανήρ, βλέπων αυτήν σπογγίζουσαν τα δάκρυά της, και προσπαθών να νικήση και αυτός την συγκίνησιν, ήτις τον κατελάμβανεν. Έλα, σήκω τώρα και πάρ' τ' αυτά να τα φυλάξης. — Πού να τα φυλάξω; είπεν εγειρομένη η Μαριώ, αφού επέρανε την υπέρ του μεγαλοδώρου ευεργέτου θερμήν αυτής δέησιν. — Ξεύρω' γώ; όπου θέλεις.

Παντού αταξία και μόνωσις, κ' εμπρός στα γόνατα μου με κλάμματα θα πέφτουνε τα ορφανά παιδιά μου κ' οι δούλοι την κυρία τους θα κλαιν την πεθαμμένη. Αυτά μέσα στο σπίτι μου με περιμένουν. Έξω θα βλέπω και θα λαχταρώ τους άλλους που θα ζουν με της γυναίκες τους. Γιατί η ομήλικες μ' εκείνην θα μου σπαράζουν την καρδιά.

Εκείταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχοςτο μελανό καράβι, να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 «'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260

Μα πώς αυτό να γίνη; Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί, το φως δεν ξαναβλέπουν. ΗΡΑΚΛΗΣ Στη λύπη μην αφήνεσαι. Υπομονή να κάμης. ΑΔΜΗΤΟΣ Είν' εύκολες η συμβουλές, δύσκολο να υποφέρης. ΗΡΑΚΛΗΣ Μήπως κερδίζεις τίποτα με κλάμματα; ΑΔΜΗΤΟΣ Το ξέρω κ' εγώ, αλλ' όμως με τραβά η λύπη άθελα μου. ΗΡΑΚΛΗΣ Ε, βέβαια, η αγάπη μας για εκείνον που πεθαίνει μας φέρνει δάκρυα.

Δεν ημπορώ να περιγράψω τον θρήνον τους, και τα κλάμματα που έκαμαν αυτές οι δύο πτωχές κόρες, βλέποντας την μητέρα τους να ξεψυχήση εις τες αγκάλες των· και αφού την έκλαυσαν με θερμότατα δάκρυα, την επήραν και την έθαψαν ολίγον μακράν από την καλύβαν τους, στολίζοντας τον τάφον της με διάφορα άνθη· έπειτα γυρίζοντας εις την καλύβαν τους, εσύμμασαν εκείνα τα ενδύματα που είχαν πλυμμένα, και βάνοντάς τα εις κανίστρες, τα επήραν την ερχομένην ημέραν δια να τα πηγαίνουν εις το Μουσουλπατάν, και να τα δώσουν εις εκείνους, που απαρθένευαν· δεν έκαμαν εκατόν πατήματα από την καλύβαν των, και συναπαντούν ένα μικρόν γέροντα, κουτσόν και χωλόν πλουσίως ενδυμένον· ο οποίος βλέποντάς τες εστάθη και τες εστοχάζονταν με πολλήν επιμέλειαν, ακουμπώντας επάνω εις το δεκανίκι του.

Λέξη Της Ημέρας

απόπατο

Άλλοι Ψάχνουν