Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Ήτο μία γυνή, ήτις ήτο «εν ρύσει αίματος επί έτη δώδεκα», νόσω κακή και λίαν θλιβερή. Μάτην είχε δαπανήσει την ουσίαν αυτής εις τους ιατρούς, τώρα δε ήθελε να δοκιμάση δωρεάν πλησίον του Μεγάλου Ιατρού.
Μα από την ώρα που τη βρήκε, η θλιβερή εντύπωση από τη δική μας απογοήτεψη κι από τη δυστυχία των άλλων χάθηκε, σβήστηκε κι από τους δυο μας.
Έμαθα όλα τα τρομερά δυστυχήματα, που πέσανε σ' το σπίτι της κυρίας Βαρωνέσσας και στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. Σας ορκίζομαι, πως η μοίρα μου δεν υπήρξε λιγώτερο θλιβερή. Ήμουνε πολύ αθώα, όταν με γνωρίσατε. Ένας κορδελιέρος, που ήτανε ο εξομολογητής μου, με πλάνεψε.
Λες και τάγριο το κορφοβούνι της Ίδας κοιτάζει με μάτια νυσταγμένα μύριες Νύφες και Βοσκοπούλες που χορεύουνε κάτω, μέσα στους λόγγους. Θαρρείς πως τις ακούς τις φλογέρες και παίζουν! Θλιβερή απάτη της φαντασίας! Τους λόγγους εκείνους τους σαβανώνει σκοτάδι αμίλητο και βαθύ. Στρέψε κατά την αντικρινή τη μεριά, κατά τα όρη που αραδιασμένα λες και πλαγιάζουν απάνω στα ήμερα κύματα.
Πόσες ευχαριστήσεις μπορούν να σας δώσουν ο νους σας, η γνώσεις σας, τα προτερήματά σας! να είστε άνδρας! βγάλετε αυτή τη θλιβερή αφοσίωσι από μία γυναίκα που δεν μπορεί να κάνη τίποτε άλλο για σας παρά να σας λυπάται. — Ο Βέρθερος έτριξε τα δόντια του και την εκύτταξε σκυθρωπά. Εκείνη κρατούσε το χέρι του. — Σταθήτε ατάραχος για μια στιγμή Βέρθερε! είπε.
» Σ' εγνώρισ' απ' το βλέμμα σου « Τώρα, κι' τη λαλιά σου, « Σ' εγνώρισα, μανούλα μου, « Σ' εγνώρισα, γλυκειά μου, » Σ' εγνώρισα, και χαίρεται « Η θλιβερή καρδιά μου, « Μάνα μου. Τώρα ρώτα με » Για τάλλα τα παιδιά σου.
Ο υπηρέτης δεν κοίταζε πέρα από το κτηματάκι και για το λόγο ότι τα χωράφια που βρίσκονταν από τη μια μεριά και από την άλλη ανήκαν κάποτε στις κυράδες του: γιατί να θυμάται τα παλιά; Ανώφελη, θλιβερή θύμηση. Καλύτερα να σκέφτεται το μέλλον και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού.
Αυτά 'πε κ' ύπνον έχυσεν εις τα ματόφυλλά του, και πάλ' η ασύγκριτη θεά 'ς τον Όλυμπον ανέβη. 55 Και ο ύπνος ως τον έπιανε και του 'λυε τα μέλη και ταις φροντίδαις, η χρηστή γυναίκα του εξυπνούσε κ' εκάθισε και δάκρυζε 'ς την μαλακή της κλίνη· και αφού 'ς τους θρήνους χόρτασε την θλιβερή καρδιά της, 'ς την Άρτεμιν η ασύγκριτη γυναίκα ευχήθη πρώτα· 60 «Αγία κόρη του Διός, Άρτεμις, άμποτ' ήδη το στήθος μου τοξεύοντας να μ' έσβυνες αμέσως, ή ας μ' άρπαζεν ανεμική και ας μ' έσερνε μαζή της 'ς τ' ανήλια περάματα και να με φέρη πέρα 'ς του οπισθορμήτου Ωκεανού το στόμα να με ρίξη. 65 και ως σήκωσαν η ανεμικαίς ταις κόραις του Πανδάρου,— ταις ωρφανεύσαν οι θεοί, και αφού 'ς το σπίτι εμείναν έρημαις, βρεφοκόμησεν αυταίς η Αφροδίτη, και με τυρί ταις έτρεφε, κρασί γλυκό, και μέλι. η Ήρα ταις εχάρισεν, ως εις θνητήν καμμίαν, 70 γνώσι και κάλλη, ανάστημα η Άρτεμις η αγία, κ' έργα να εργάζωνται λαμπρά ταις δίδαξεν η Αθήνη· και ως ν' αναιβή 'ς τον Όλυμπον η Αφροδίτ' η θεία, των κορασίδων την χαρά του γάμου να ζητήση από τον Δία βροντητή, 'που, των απάντων γνώστης, 75 την μοίρα και την αμοιριά κάθε θνητού γνωρίζει, ταις κόραις σήκωσαν ευθύς η άρπυιαις και ταις δώσαν των Εριννύων των φρικτών να ταις περιποιούνται,— όμοια κ' εμέ ν' αφάνιζαν οι κάτοικοι του Ολύμπου ή και ας μ' εκτύπ' η Άρτεμις, όπως τον Οδυσσέα 80 'ς τον νου θωρώντας καταιβώ 'ς τον μισημένον Άδη, να μην ευφράνω την ψυχήν ανθρώπου κατωτέρου. αλλ' ο θλιμμένος δύναται την λύπη να υπομένη αν ολημέρα οδύρεται, και οπόταν φθάν' η νύκτα τον πάρ' ο ύπνος, ότι αυτός, 'ς τα βλέφαρ' άμα πέση, 85 και τα καλά και τα κακά 'ς την λησμονιά βυθίζει. αλλά 'ς εμέ και ονείρατα κακά μου στέλν' η μοίρα. και τούτην πάλι την νυκτιά 'ς το πλάγι μου τον είχα, ως ήταν ότ' εκίνησε με τον στρατόν, κ' εχάρην όψιν ότ' είδ' αληθινήν, όχι όνειρον, εμπρός μου». 90
Τελευταία αυτή η θλιβερή ιδέα του έμπαινε περισσότερο στο μυαλό του, και η απόφαση του έγεινε σταθερή και αμετάκλητη, καθώς μας δείχνει αυτή η διφορούμενη επιστολή που έγραψε στο φίλο του. 20 Δεκεμβρίου. «Ευχαριστώ τη φιλία σου, Γουλιέλμε, που πήρες έτσι τα λόγια μου. Ναι, έχεις δίκηο· για μένα θα ήτανε καλύτερα να έφευγα. Η πρότασή σου να επιστρέψω σε σας δεν μ' αρέσει καθόλου.
Όταν πήγε να κοιμηθή και μπήκα να την καλονυχτίσω, με κοίταξε με το ίδιο φωτεινό και βαθύ βλέμμα, όπως και προτήτερα: — Πρέπει ακόμα να λησμονήσης που σου είπα πως μου πήρες την πίστη μου, είπε. Γιατί δε μου την πήρες. Εγώ μόνο το φαντάστηκα. Ω, φαντάστηκα πολλά. Ζούσα μέσα σε μια φαντασία. Το πρόσωπό της πήρε θλιβερή έκφραση κ' έφερε το χέρι στο μέτωπο για να τη διώξη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν