Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Αυτή εσώθηκε απ' τους πόνους κι' από της λύπες, κ' ένδοξον ευρήκε τέλος. Όμως εγώ που εσώθηκα απ' τον θάνατον δεν πρέπει να ζήσω τώρα μόνος μου, γιατί καλά το νοιώθω ότι θα είναι θλιβερή στο μέλλον η ζωή μου.
Είχα το συναίστημα πως θα γινότανε κάτι και θα με ανάγκαζε να το κάμω. Θυμάσαι το χειμώνα, που η αναμεταξύ μας σχέση είχε καταντήσει τόσο δύσκολη και τόσο θλιβερή! Δοκίμασα τότε να σου γράψω τι αιστανόμουνα μέσα μου, γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω. Μα δεν μπορούσα να σου γράψω.
Τι νάρθει ως το στρατό θνητός, και νιος αν πεις λεβέντης, 565 δε θα κοτούσε· τους φρουρούς δε διάβαινε κρυφά τους, μήτε και σάλεβε έφκολα της πόρτας μου το σύρτη· Έτσι άσε, γέρο μην κεντάς τη θλιβερή καρδιά μου, μήπως — και πρόσπεφτο έτσι εδώ — κι' εσένα δε σ' αφήκω γερό, και τότες στου Διός το λόγο θ' αμαρτήσω.» 570 Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και τ' αγρικάει το λόγο.
Μα βέβαια πως τα μάτια του τα ωραία και τα συλλογισμένα, θα τα θόλωσε λύπη ακόμα πιο πικρή παρά τη βραδειά που τον είδα, την ώρα τη θλιβερή, που από την Ελλάδα μακριά μακριά, έμεινε ολομόναχος, παραιτημένος, καταφρονεμένος, την ώρα που κατάλαβε τον τόπο τον αχάριστο και που για πάντα σβήσανε τα μάτια του τα μεγάλα. Θαρρώ πως κάποιο χρέος να τα θυμάται έχει σήμερις κ' η Ελλάδα.
Ανάθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις! Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι, Να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι, Να βρω και μια κρυόβρυσι, να ξαπλωθώ 'ςτόν ίσκιο, Να πιω νερό να δροσισθώ, να πάρω 'λίγη ανάσα, Ν αρχίσω να συλλογισθώ της ξενητειάς τα πάθη. Να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου. Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι.
Τρικάταρτο καράβι πρόσμενε εκεί να φορτώση τη θλιβερή την πραμάτεια που από χώρες κι από χωριά παντούθε κατέβαινε.
Οι άλλες εξομολογούμενες προσεύχονταν εδώ κι εκεί μέσα στην εκκλησία, γονατισμένες επάνω στο πρασινωπό πάτωμα. Μια βαθειά σιωπή, ένα γαλάζιο φως, μια μυρωδιά χλόης πλημμύριζαν την εκκλησία που ήταν υγρή και θλιβερή σαν σπηλιά.
Καμμιά άλλη επιθυμία δεν είχε πεια στην καρδιά του. Έπειτ' από λίγο είπε και τον πήγαν στην ακτή του Πέμμαρχ, κι' όσο ήταν ο ήλιος στον ουρανό, κύτταζε μακρυά στη θάλασσα. Ακούστε, Άρχοντες, μια θλιβερή ιστορία, που θα κάνη να κλάψουν όσους αγαπούν. Η Ιζόλδη πλησίαζε κι' όλα. Η ακτή του Πέμμαρχ φαινότανε μακρυά, και πειο χαρωπά αρμένιζε το καράβι. Ξαφνικά άνεμος καταιγίδας σηκώνεται.
Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής, θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της! Σαν να έβλεπε ακόμη την ντόνα Λία, χλωμή και λεπτή σαν κυπαρίσσι, να προβάλλει στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο μακριά, να προσπαθεί να διακρίνει κι εκείνη τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.
Η πολύχρονη σκλαβιά άφησε απάνω του θλιβερή, άγγιχτη σφραγίδα. Ελευθερώθηκε η γις, αλλά σκλάβοι απόμειναν οι χωρικοί και τα χωριά τους. Ο αφέντης άλλαξε, αλλ' ο δούλος απόμεινε ο ίδιος, όπως και προτήτερα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν