United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επερνούσαν τις καλές ημέρες κάτω από την ατράνταχτη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής το αμπέλι του ετρυγούσαν κ' εκείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα κ' εχαίρονταν τον χειμώνα τους καρπούς της άφοβα. Ήξευραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό να γνωρίσουν τη χαρά και να πενθήσουν τη θλίψι τους. Εμείς δεν έχουμε τίποτε απ' αυτά.

Ξαφνικά, κατάλαβε: »Α! είναι ο Τριστάνος. Έτσι και στο δάσος του Μορουά έκανε, για να μ' ευχαριστήση, τη φωνή των πουλιών. Φεύγει, κι' αυτό, είναι το τελευταίο του χαίρε... Πώς θρηνεί! Έτσι το αηδόνι, όταν τελειώνη το καλοκαίρι, φεύγει, αποχαιρώντας με μεγάλη θλίψι. Φίλε, ποτέ πεια δε θ' ακούσω τη φωνή σουΠειο φλογερή άρχισε να πάλλεται η μελωδία. «Α! τι ζητάς; Νάρθω; Όχι!

Πολλοί γνώριμοί του ηθέλησαν να μιλήσουν μαζί, τον έκραξαν να τον κεράσουν στο κρασοπουλιό, επάσχισαν να τον μπάσουν στην εκκλησιά. Μα εκείνος φεύγει μακριά, σβύνει από κοντά τους σύγνεφο βαρύ, σκούσμα και θλίψι αφίνοντας γύρω του.

Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ». Κι' ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια, να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων η όψες η ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψι, ώμοιαζαν τον μυσοσυγνεφιασμένον κι' αγέλαστον ουρανό μας. Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι' εκεί τίποτε δεν ειξέρουν. Ο Δεσπότης ορμηνεύ' ησυχία κι' υπομονή.

Μα τόρα δεν έβλεπα εκεί παρά του καταποντισμού μας την εικόνα, τη θλίψι και την απελπισία των συγγενών μας και ανεμοκλωσμένη την απάνθρωπη φωνή του καπετάνιου, που με το ρέκασμα του κυμάτου και το μούγκρισμα του ανέμου αδερφωμένη μας ευχόταν: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...

ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο! ποια άβυσσος μεγάλη τώρ' ανοίγεται, με συφορές, όπου γι αυτές καθένας θα δακρύση. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το πρόσωπό σου βλέποντας η θλίψι με γεμίζει, ώ κόρη μου, και γίνομαι έξ' απ' τον εαυτό μου. Το ένα κακό δεν πέρασε που έλυωσε την ψυχή μου, και τώρα με τα λόγια σου άλλο κακό με δέρνει σαν κύμα, που σε συφοράς εμπήκες νέους δρόμους απ' τα σημερινά κακά.

την αντιθύραν έμενε με την γλυκειά κιθάρα ς' το χέρι του, κ' εδίσταζεν, αν θα 'βγη από το δώμα όπως καθίσητον βωμόν καλόκτιστον του ερκείου μεγαλοδύναμου Διός, 'ς εκείνον, οπού έκαψαν 335 βωδιών μερία πάμπολλα Λαέρτης και Οδυσσέας, ή έξαφνατα γόνατα να πέση του Οδυσσέα· και τούτο συμφερώτερον ευρήκε τότε ο νους του· ως ικέτης τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα. τωόντι χάμαι απόθεσε την βαθουλήν κιθάρα 340 σιμά 'ς τ' ασημοκάρφωτο θρονί καιτον κρατήρα, εχύθη και τα γόνατα να πιάση του Οδυσσέα επρόφτασε και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· «Αχ! σ' εξορκίζω σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· θλίψι και συ θέλει αισθανθής κατόπι, αν με φονεύσης 345 τον αοιδόν, 'που των θεών και των ανθρώπων ψάλλω. κ' είμαι αυτοδίδακτος εγώ και μύριατην καρδιά μου άσματα εγέννησε ο θεός· θαρρώ 'που εμπρός σου ψάλλω ως εις θεόν μη θέλης συ να μ' αποκεφαλίσης. θα είπη και ο Τηλέμαχος, ο ποθητός υιός σου, 350 πως άθελα το δώμα σου, χωρίς τι να ζητήσω, εσύχναζα να τραγουδώτους δείπνους των μνηστήρων· ότι πολλοί και δυνατοί μ' ανάγκαζαν εκείνοι».

Γιατί γνωρίζω καθαρά σαν πόσην έχεις θλίψι, Οχ τον καιρό, κι' οχ τη στιμη, που ο φίλο σου έχει λήψει. Και το μετρώ οχ του λόγου μου, με της καρδιάς μου κρίσι, Οπού δεν ίδα πλιο καλό αφόντης σ' έχω αφήση. Δε νιόθω της ημέραις μου, και τι καιρός διαβαίνει, Χώριατης πίκρας τον ποσό, οπού όσο πάει, πληθαίνει.

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ Ω σεις της χώρας τούτης πολυτιμημένοι, τι έργα θεν’ ακούσετε και τι θα ιδήτε, τι θλίψι θενά πάρετε, αν τω όντι δίκαια σας νοιάζει για το σπίτι του Λαβδάκου. Γιατί δεν θα το πλύνουνε απ’ τα κρίματά του το σπίτι τούτο τα πλατύτερα ποτάμια, τα κρίματα που κρύβονται, μα που θενά ’βγουν γλίγωρα, πολύ γλίγωρα στου ήλιου το φέγγος.

Να κρίνη Η δύστυχη δ' 'μπόρεσε, Κ' εκίνησε να φύγη. Την 'κολουθάω με φωναίς. Να την γυρίσω πίσω Δεν 'μπόρεσα. Καν πρόφθασα Να την 'μιλήσω πάλι· Κ' εκείνη με συγκίνησι, Και θλίψι της μεγάλη Μου λέγει: «Ώρα, τέκνο μου, « Τη γη αυτή ν' αφήσω