Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Διήλθον τα ερείπια του τείχους Σερείου Τουλλίου και δι' ερημικών οδών έφθασαν εις την οδόν Νομεντάνης. Τότε κάμψαντες αριστερά προς την Σαλαρίαν ευρέθησαν εν μέσω λόφων γεμάτων από αμμωρυχεία με κοιμητήρια εδώ και εκεί. Ήτο ήδη νυξ, η σελήνη δεν είχεν ανατείλει ακόμη, δυσκόλως θα εύρισκον τον δρόμον των, εάν καθώς είχε προΐδει ο Χίλων, αυτοί οι χριστιανοί δεν τους τον εδείκνυον.
Απεφάσισαν λοιπόν να πλεύσουν διά την Ιμέραν, προ πάντων διότι τα τέσσαρα πλοία των Αθηναίων δεν είχαν φθάσει ακόμη εις το Ρήγιον, όπου εν τούτοις τα είχε στείλει ο Νικίας, άμα έμαθεν ότι οι εχθροί ήσαν εις τους Λοκρούς. Προλαβόντες δε αυτά διήλθον τον πορθμόν και αποβάντες εις το Ρήγιον και την Μεσσήνην έφθασαν εις την Ιμέραν.
Εν τούτοις τι εβγήκε; Με μίαν άμπελον και μίαν οικίαν πώς να υπανδρεύση δύο θυγατέρας, αίτινες έφθασαν ήδη εις την ηλικίαν του γάμου μετά ταχύτητος μυστηριώδους; — Πώς μεγαλώνουν, παιδί μ', τα κορίτσια, έλεγεν η θειά-Ζωίτσα προς την φίλην της γειτόνισσαν, την Κρατερίτσαν την πιασμένην. Νάνε παλλικάρια, ζαρώνουν. Τα κορίτσια πετιώνται ως επάνω μάνε- μάνε. — Εμ! τι κάθεσαι! τύλιξε την πρώτη.
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη θόρυβος πλησιάζοντος ανθρώπου η πεπλοφόρος έφυγεν, αλλ' ηκούσθη μεμακρυσμένος ο γέλως της, ο αλλόκοτος και μοχθηρός. Ο Πετρώνιος εφάνη. — Ήκουσα και είδα, είπεν. — Ας φύγωμεν απ' εδώ, του είπεν ο Βινίκιος. Υπερέβησαν τα νυμφεία τα περίλαμπρα, το άλσος, την ζώνην των εφίππων πραιτοριανών και έφθασαν εις τα φορεία των.
Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου• πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα. ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. 495 των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι 'ς τον γυρισμό• 'ς τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν. ένας ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται• και ο Αίας 'ς τα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη• εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, 500 τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη• κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης• αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη• πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος• ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, 505 και άδραξ' ευθύς την τρίαινα 'ς τα χέρια τ' ανδρειωμένα, την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε• ένα μέρος έμειν' αυτού• 'ς το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη, 'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη, κ' έφερνε αυτόν 'ς τον άπειρον κυματισμένον πόντο. 510 έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη. και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα μες τα βαθειά καράβια του• τον έσωσεν η Ήρα. αλλ' όταν εκοντόφθανε 'ς το όρος του Μαλέα το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη 515 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε. και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους, κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαν 'ς την πατρίδα, εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. 520 κ' εκείνος μ' αναγάλλιασι 'ς το πατρικό του χώμα επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα• και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο 525 δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα, μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα• και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη. κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε• είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος 530 τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν• και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση, με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα. τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδι 'ς το παχνί του. 535 και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη, ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους 'ς το σπίτι εφονευθήκαν.
Περιερχόμενοι δε την Κρήτην οι άνθρωποι ούτοι έφθασαν εις την πόλιν Ίτανον όπου εγνωρίσθησαν με ένα πορφυροβαφέα ονόματι Κορώβιον, όστις τοις είπεν ότι παρασυρθείς υπό των ανέμων υπήγεν εις την Λιβύαν και εις την νήσον της Λιβύας Πλατέαν.
Χάσιμο φεγγαριού. Ολίγα άστρα έλαμπον άνω, εντός άχνης, ως κοσμήματα εις πέπλον χηρείας, και το χιόνια κάτω αντέλαμπον εις την αστροφεγγίαν. Ηκούσθη μία φωνή αγριόγατου θρηνώδους. Η συντέκνισσα είπε πάλιν· — Χριστός! Και ο αγριόγατος έπαυσε να ουρλιάζη. Η μικρά συνοδεία εβάδισεν ακόμα ολίγον, και τέλος έφθασαν εις το καλύβι. Δύο ανθρώπιναι φωναί ηκούσθησαν εις τα παράθυρα της επαύλεως.
Επέμενε ν' ακολουθή «τον παπά του» παντού, εις την πόλιν και την εξοχήν, εις χαράν και λύπην, εις ζωντανά και αποθαμένα. Ανέβησαν τον ανήφορον. Ο ήλιος άρχιζε να λυώνη τα χιόνια. Μικρός πολύρροχθος χείμαρρος εσχηματίζετο παντού όπου χαράδρα και μικρά κοιλάς. Μετ' ολίγον έφθασαν εις το καλύβι, όπου μία λεχώνα μήτηρ ποιμενίς έκλαιε το αγοράκι της, το οποίον δεν είχε προφθάσει να θηλάση.
Όταν δε έφθασαν, απέκρουσαν την ορμήν των εχθρών, και η μάχη ήλθεν εις ισορροπίαν. Η στιγμιαία όμως τροπή των ενεδρευσάντων Ελλήνων έκαμε να δράμωσιν εις το πεδίον της μάχης όλοι οι μετά του I. Θ. Κολοκοτρώνη και άλλοι από τα πλησίον οχυρώματα, ώστε εσυσσωματώθησαν έως δύω χιλιάδες.
Αλλά με βίαιον αγώνα εκρατήθη και δεν έκλαυσεν. Ο νέος εξηκολούθησε να κωπηλατή. Μετ' ολίγον έφθασαν ου μακράν του ανατολικού στομίου του λιμένος, οπόθεν εφαίνετο αντικρύ, φράττουσα τον ορίζοντα, η μακρυνή νήσος, εφ' ης υπερέκειτο το λευκόν, πότε χιονισμένον, πότε γυμνόν και βραχώδες όρος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν