Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Περνάει και κείνη για κατιτίς. Θα ταιριάξτε. Κ' η αφεντειά της κ' η εξοχότη σου έχετε χαμένο τον μπούσουλά σας. Εκείνη έχασε μια γυναικήσια τιμή, εσύ μια αντρίκια. Εκείνη δίνει την αγάπη της σ' έναν ξένον, εσύ τη ψυχή σου σ' ένα Χαμίτη. «Τέντζερε γιουβαρλαντή, καπαανά μπουλμούς». Τρέχα, τρέχα στην αγκαλιά της! Τι να πρωτοδούμε και τι να πρωτοθαμάξουμε!
Τι κι' αν αρνιέμαι κι' αν ζητώ αμπόδια να σου βάλω, 55 τι κατορθώνω πούσαι εσύ πολύ πιο δυνατός μου; Όμως δεν πρέπει να χαθεί μήτε ο δικός μου ο κόπος, τι είμαι θεά μαθές κι' εγώ, ίδια μαζί σου φύτρα, και πιο ολωνώνε σεβαστή γεννήθηκα απ' τον Κρόνο, κι' ως πρώτη γέννα κι' επειδής με λεν δικό σου τέρι, 60 εσένα π' όλων των θεών είσαι οριστής κι' αφέντης.
Εσύ, φτερουγιαστέ καθάριε λογισμέ μου, Γιατί δε μου τον λες, γιατί δεν μου τον δείχνεις, Γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις Σαν όνειρο χρυσό γλυκά 'ς την αγκαλιά μου;
Παντού, Θρησκεία, εσύ Μάνα μας γίνεσαι παντού κ' ελπίδα μας χρυσή! Καλόγηρος ο κυνηγός. Κλεισμένα 'ς την κασέλλα Τα τρώει ο σκόρος τα πισλιά, την άσπρη φουστανέλλα. Τα φλωροκαπνισμένα του τσαπράζια, τάρματά του Παραιτημένα σκούριαζαν 'ς τους τοίχους κρεμασμένα. Κάποτε ρίχνει απάνω τους καμμιά κρυφή 'ματιά του. 'Σάν θυμηθή τα χρόνια του εκειά τα περασμένα.
Και δε μου λες γιάειντα κλαις; Γιατί δε σ' αφήκα να κάνης τον μωρό, να σε χαϊδεύουνε, σαν όνταν εκατουργιούσουν απάνω σου; Είδες, μωρέ, άλλο τω χρονώ σου να τόνε βάνουν οι κοπελιές στην ποδιά τως; Δε θωρείς το μπόι σου; Εσύ 'σαι, μωρέ, μπλειο ντελικανής και θα σε παίζουν ακόμ' οι κοπελιές, σα μωρό, να σου λένε πως σαγαπούνε και πως θα τσι πάρης; Κρίμας και τα γράμματα πούχεις μαθωμένα!
Τι με ορμηνεύης, ακριβή μου Σουλταμεμέ, να κάμω διά να εβγάλω από την φαντασίαν της θυγατρός μου αυτήν την πλάνην, και να την καταπείσω να κλίνη εις υπανδρείαν; πιστεύεις εσύ να ημπορέσωμεν με κάποιον τρόπον να την καταπείσωμεν να γνωρίση την πλάνην της; Αυθέντα, απεκρίθη εκείνη, αν η υψηλότης σου θέλη αφήση εις εμένα αυτήν την επιστασίαν, σου τάσσω να την καταπείσω, και να την βγάλω από αυτήν την φαντασίαν που την κυριεύει.
Πώς γίνεται όμως σ’ αυτό το χωριό να κερδίζει κανείς; Εσύ το ξέρεις, εσύ που απόμεινες έτσι… έτσι… φουκαράς….» «Οι θείες δεν θα δώσουν ούτε μια δεκάρα», συνέχισε ύστερα από μια μικρή παύση όλο αγωνία. «Υπάρχει βέβαια και η υπογραφή της θείας Έστερ. Αναγκάστηκα να την πλαστογραφήσω επειδή… η τοκογλύφος δεν με δάνειζε. Θα πληρώσω όμως, θα δεις∙ και αν δεν τα καταφέρω θα πάω φυλακή.
Να κρύφτουμαι, να φοβούμαι από το φως, να μη γυρέβω τον ήλιο; Και ποιος μπορεί να μου πη τίποτις; Μπας δεν είμαι τριάντα τεσσάρω χρονώ άντρας; Να γίνης εσύ γυναίκα μου, στον κόσμο μπροστά, να παντρεφτούμε, και να μη χαρή η γις όλη; Ποιoς άραγες μπορεί να μη χαρή; Θα πειραχτή μήπως κανένας; Γιατί να μην το πούμε κανενός; Είναι ζωή αφτή που τραβώ; Να χάνουμαι για σένα, κάθε ώρα να σε ζητώ, να θέλω πάντα μου τα μάτια σου και τη φωνή σου, από πάνω ως κάτω να σε λατρέβη η ψυχή μου, και κοντά μου να μην είσαι; Δεν πρέπει λοιπό να σ' αγαπώ; Κάτι, κάτι λόγο θάχης.
— Τον βλέπεις, βρε, τον Χρόνη, τον γυιο του γέρω-Χρόνη, του Σπράχτορα; Μου έλεγεν ο πατέρας μου ο μακαρίτης — Θεός σχωρέσ' τονε. — Όλον τον χρόνον καλαναρχάει 'ς την εκκλησιά, ξεσκούφωτος, και σαν έλθουν τα Χριστούγεννα λέει το «η προαίρεσις δίδου» και συνάζει ασημένια, και παίρνει καινούργιο φέσι. Εσύ έχεις πλειο καλή φωνή απ' αυτόν. Εσύ καλαναρχάς πλειο καλά απ' αυτόν.
Τί, πως το χτένι μούγδαρες, για αφτό, μωρέ, παινιέσαι; Εγώ 'να τόχω, εσύ αν βαρείς ή κι' αν παιδί ή γυναίκα, γιατί η ρηξά 'ναι κούφια αντρός μαλάκα τιποτένιου. 390 Αν ρήξω εγώ όμως, τ' όπλο μου και μια σταλιά αν αγγίξει, κόβει βαθιά!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν