Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Κι' ο Εχτορας κι' οι Τρώες μ' αχό και γιούχα τούρηχναν πικρά σαϊτοκοτρώνια. Και τούσκουξε με μια φωνή ο Έχτορας μεγάλη 160 «Διομήδη, εσένα οι Δαναοί περίσσα σε τιμούσαν με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλο ποτήρια· μα τώρα πια θα σ' αψηφούν... βρε εσύ γυναίκα εσύ είσαι!

Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, κι' ο άσκιαχτος Διομήδης, μαζί στη μέση των στρατών να χτυπηθούνε ορμούσαν. 120 Και σα ζυγώσανε σιμά με τ' άρματα στα χέρια πρώτα ο Διομήδης άνοιξε το στόμα να μιλήσει «Και πιος, ασίκη μου, είσαι εσύ απ' τους θνητούς αθρώπους; Τι πριν δε σ' είδα εγώ ποτές στη δοξοδότρα μάχη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ακράτητος στον πόθο μου είμαι. να μάθω τα μυστικά. Δεν πείθει με λόγος κανένας. ΙΟΚΑΣΤΗ Αλλ’ όμως τ’ άριστα, θαρρώ, σε συμβουλεύω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τ’ άριστα που μου λες εσύ: αυτά με θλίβουν. ΙΟΚΑΣΤΗ Δύστυχε, καλό θα ’τανε ποτέ, ποτέ σου μη μάθης τον πατέρα σου και τη γενιά σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πάει κανένας τον βοσκόν εδώ να φέρη; Κι αφήστε για το σόι της να καμαρώνη.

Τω όντι η Μάρω εκ της βίας είχε λησμονήσει εις τον πύργον το κεντητόν σεγούνι της και ήτο μόνον με την μακράν υποκαμίσαν της, μεταξωτήν και χρυσοκέντητον εις τα άκρα και περί τον τράχηλον, οπόθεν προέκυπτεν ως αφρός γάλακτος από καρδάρας, ο χαριτωμένος κόλπος της. — Μα συ, πώς κάνεις εσύ; είπεν ο Γιάννος εν απορία. — Εγώ; δεν κρυόνω· δεν βλέπεις; φωτιές πετάνε τα χέρια μου.

ΑΔΜΗΤΟΣ Ω του μεγάλου μας Διός ευγενικό βλαστάρι, είθε να είσαι ευτυχής και να σε προστατεύη ο πατέρας που σ' εγέννησε. Γιατί εσύ μονάχος την τύχη μου μετέβαλες. Αλλ' όμως απ' τον Άδη πώς την επήρες και στο φως την έφερες του κόσμου; ΗΡΑΚΛΗΣ Πάλαιψα με τον Θάνατον, όπου τήνε κρατούσε. ΑΔΜΗΤΟΣ Και πού έγινεν ο αγών αυτός; ΗΡΑΚΛΗΣ Στον τάφο της απάνω ήμουν κρυμμένος, ώρμησα την άρπαξε στα χέρια....

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Να μάθω του λόγου κάθε τρόπον, γιατί των δανειστών μου, αυτών των κακοτρόπων, με κάμανε οι τόκοι εδώ κ' εκεί να τρέχω, κ' ενέχυρα έχω βάλη ό,τι έχω και δεν έχω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και πώς εσύ γελάσθηκες και μέσ' 'στα χρέη πιάστηκες; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και οι θεοί, που θέλεις συ να ορκισθης, ποιοι θάνε; πρώτον, θεών νομίσματα δω πέρα δεν περνάνε.

Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κ' έβηξε να το πετάξη. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε. — Ποιος έβηξ' έτσι; Χριστός και Παναγιά! — Κανένας. Εσύ έβηξες, Στρατή. — Αλήθεια, εγώ έβηξα. Και ξαφνίστηκα. Νόμισα πως έβηξε το Μαχώ. Δεν μπορώ νακούω άνθρωπο να βήχη...Δεν μπορώ. Μια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα.

Εις τούτα τα λόγια ο Αμπτούλ, που δεν ήτο ολιγώτερον εκστατικός από τον Καλίφην και γνωρίζοντάς τον, εφώναξεν· Ω μεγαλώτατε Αυθέντη μου, και βασιλέα του κόσμου, εσύ είσαι εκείνος που εκατεδέχθης να έλθης εις το σπήτι του σκλάβου σου, και ούτω λέγοντας έπεσε εις το ποδάρι του βασιλέως, ο οποίος τον εσήκωσε και τον έβαλε να καθήση επάνω εις ένα προσκέφαλον σιμά του.

Κι εσύ δεν κουνιέσαι;», εκείνη είπε στον άλλο ζητιάνο. «Ήταν άρρωστος; Δεν απαντάς

ΜΕΝΑΛΚΑΣ Ω τράγε, εσένα πούχουνε οι άσπρες γίδες άντρα, ώ λόγγε εσύ βαθύσκιωτε· σύρετε, γίδες, τώρα σ' εκείνο το τρεχούμενο νεράκι· εκεί είν' εκείνος· σύρε να βρης το Μίλωνα, σύρε και πες του, τράγε, πως κι ο Πρωτεύς αν και θεός κι αυτός έβοσκε φώκες.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν