Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
ΓΟΝΕΡ. Ω άνδρα. χωρίς αίμα, εσύ, που 'ς τα ραπίσματα τα μάγουλα προτείνεις, κ' εμπρός 'ς την καταφρόνησιν την κεφαλήν σου σκύπτεις, και 'μάτια εις το μέτωπον δεν έχεις να χωρίζης πού τελειών' υπομονή, πού η τιμή αρχίζει!
Τι απόδειξιν θέλεις; — Γνωρίζεις εσύ πόσα δόντια έχει ο Ευθύδημος, και ο Ευθύδημος πόσα έχεις εσύ; — Δεν σου αρκεί που ήκουσες ότι τα γνωρίζομεν όλα; του απεκρίθη.
Γιατί γίνεται αυτό, Έφις, πες μου, εσύ που έχεις γυρίσει τον κόσμο: παντού έτσι είναι; Γιατί η μοίρα μάς τσακίζει έτσι, σαν να είμαστε καλάμια;» «Ναι», της απάντησε τότε εκείνος, «ακριβώς σαν τις καλαμιές στον άνεμο είμαστε, ντόνα Έστερ μου. Να γιατί!
Η μούχλα δεν το πείραξε το πλέξιμο καθόλου, μόλο που χρόνια πέρασαν απάνω απ' όλα τούτα. Ποιό όνειρο ανέλπιστο μπροστά μου εφανερώθη; ΙΩΝ Σώπα εσύ! που ήξευρες κι' ως τώρα να σωπαίνης. ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν είνε τώρα να σιωπώ και μη με συμβουλεύης. Το λίκνο βλέπω εμπρός μου αυτό που σ' είχα ρίξη τότε, παιδί μου, νεογέννητο σαν ήσουνα και βρέφος, στο άντρο εκεί του Κέκροπος και στης Μακρές της πέτρες.
Με συμπάθειο, σαδίκησα· δεν είσαι συ από κείνους· μήτε λύκος δεν είσαι, μα μήτε όρνιο, μήτε και διάβολος. Ταίρι δεν έχεις εσύ. Εσύ, όταν ο Πλάστης κατέβασε στη γης τανθρώπινο γένος, μαζί του δεν ήρθες. Αν κατοικούσες εδώ από τότες, ρουθούνι δε θα μας έμενε! Αιώνες κ' αιώνες κατόπι μας ήρθες εσύ, Κύριος οίδε από τι αμαρτίες μας!
Εσύ, νέε, μου λέγει ο Σουλτάνος, από ποίον τόπον είσαι και ποία υπόθεσις σε έφερεν εδώ; Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η Αίγυπτος με είδε να γεννηθώ· είναι τρεις χρόνοι, που ευρίσκομαι μακράν από τον πατέρα μου, και έπεσα εις διαφόρων λογιών δυστυχίες, και η τύχη μου με έφερεν εδώ διά να σου δώσω μίαν είδησιν διά την θυγατέρα σου, που την έχασες.
Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν εφέρθηκα εις την βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον εις τον κάμπον· ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι γυναίκα του Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του.
Ο Βασίλης όμως βρήκε τρόπο να με ικανοποιήση. — Μπρε παιδί μου, εσύ τουφέκι δε θες; Να τουφέκι. Όσες μέρες θα κάνωμε στον Αμαλό το τουφέκι μου θάνε δικό σου. Θα πιαίνωμε μαζή στο κυνήγι και βάστα το συ το τουφέκι. Α θες μου το δίδεις και μένα πότε πότε να παίζω κιανενούς πουλιού. Δε σαρέσ' έτσα; Είχα τόση μανία για το κυνήγι, που θα δεχόμουνα κάθε συμβιβασμό, αρκεί να κυνηγούσα.
Εκείνη κι εσύ, εσύ κι εκείνη αφήστε ήσυχους τους νεκρούς!» φώναξε ο Έφις, αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το παιδί γέλασε με αυθάδεια. «Μη θυμώνετε, γιατί σας κάνει κακό, μπαρμπα-Έφις! Η γιαγιά μου λέει ότι ήταν ένα στοιχειό που σκότωσε τον ντον Τζάμε. Είναι αλήθεια ή όχι;»
Ας αφήσουν τον Κόντο κι ας κοιτάξουν τη ζωή. Δε με βλέπεις εμένα; Εσύ, φίλε μου, ξέρεις τι είδα και τι έπαθα. Κι ωςτόσο τίποτις δε λυπούμαι. Οι ώρες εκείνες είταν οι μόνες ώρες της ζωής μου. Μήπως δεν είμουν και γω μια φορά σαν και σένα; Με γνώρισες παιδί και με θυμάσαι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν