Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουλίου 2025
— Ου, πράμα που ήθελα λιμπιστώ! Πως με γέλασες μοναχά και μπερδεύτηκα μαζί σου χωρίς να το καταλάβω. — Σε γέλασα ή με γέλασες ; Εσύ, μωρέ, φαρομανούσες από μικρή. Δεν είσουνα δέκα χρονών και γύρευες άντρα. — Καλάκαμα! έτσ' ήθελα! είπε πεισμωμένη η γριά. Μην ήθελες να είμουνα σαν εσένα τον αχμάκη; — Αχμάκης — ξαχμάκης, δούλεψα όσο μπόρεσα.
Μα για τούτο, διάολε, σου λέω και γω πως γούρμασε το κορίτσι· επρόσθεσε αμέσως με μαλακό θυμό. — Κι αν γούρμασε και τι; καιρός του δεν είνε; — Καιρός του· ποιος λέει όχι. Εσύ στα χρόνια του τάτρωγες τα ξυνόμηλα με το καλάθι. — Ουφ, ανάλατε! δε μαζώνεις, λέω, τη βρωμόγλωσσά σου. — Τώρα, βέβαια, βρωμόγλωσσα. Μα ήταν μια φορά νόστιμη και ξέρω ένα κορίτσι που τη λιμπίζονταν.
Εσύ θέλεις ηξεύρει, ότι αυτός έχει ένα μοναχόν υιόν ονόματι Ταχέρ, μιας φύσεως πολλά θυμώδους, ο οποίος έχει ολίγον καιρόν που εστέφθη μίαν θυγατέρα ενός μεγάλου αυθέντου ξένου· αυτός όντας φυσικά θυμώδης, ωνείδισε μίαν ημέραν διά κάποιον σφάλμα την γυναίκα του· αυτή του ανταποκρίθη εις τον θυμόν του με λόγια με οργήν και με καταφρόνεσιν, τα οποία εθύμωσαν τόσον τον Ταχέρ, που την εχώρισεν· αυτός ύστερον από ολίγον εμετανόησεν επειδή και εκείνη ήτον μία ωραία νέα, και την ηγάπα πολλά· μα είναι οι νόμοι που δεν του δίδουν θέλημα διά να την ξαναπάρη, ανίσως και ένας άλλος άνθρωπος πρώτον δεν την ήθελε στεφανωθή, και ύστερον να την χωρίση.
Μήτε απελπισμό ξέρω μήτε απελπισία· πώς να σου το πω; Είναι πιο μεγάλο το κακό μου και γιατρεμό δεν έχει. Είναι η ανελπισιά. Εσύ που πολεμάς με τους δασκάλους, εσένα που οι δασκάλοι σε πολεμούνε, το στομάχι σου είναι γερό κι από τέτοια δε νοιώθεις.
ΟΣΒ. Αυτός ο παληόγερος, αυθέντα μου, που να μου χρωστά την ζωήν του εις τ' άσπρα γένεια του... ΚΕΝΤ Ω σκρόφας υιέ, ω παληο-ωμέγα, άχρηστον φηφίον, εσύ! — Αυθέντα μου, αν είναι με την άδειάν σου, να τον κοπανίσω αυτόν τον απελέκητον κατεργάρην, να τον κάμω λάσπην, ν' αλείψω τους τοίχους των αναγκαίων! Τα γένειά μου ελυπήθηκες εσύ, σουσουράδα; ΚΟΡΝ. Σιώπα, κτήνος! Λησμονείς το σέβας που μου πρέπει;
Ίσως τράβηξε κιόλας να πάη να πνίξη κανέναν τότες που ξεκίνησε από το δέντρο που γύρευε ναγκαλιάση σαν του σφάληξε το παράθυρο το κορίτσι. Μωρή, καλά κ' έπαιζαν από την αυγή τα ματόκλαδά μου! Ακούς εσύ, λέει! Λεβέντικες αγάπες ορέχτηκε το παπαδοπαίδι. Κι άμε δεν πάει να φαίνη! Καλά του τάψαλε το κορίτσι, μωρή, όχι σαν και μας, που ξεμυαλιστήκαμε πρι να καλοξέρουμε πούθε — έλα, Χριστέ και Παναγιά!
Εσύ, μητέρα, νομίζεις ότι και στην Πετρούπολι ο κόσμος ζη με της κουσκουσουριές της Πόλης. Ότι σκοτίζουνται και περνούν τον καιρό τους με το πόσων χρόνων είναι η μία και τι έκανε και είπεν η άλλη. Ο λ γ ί ν α. Βέβαια, εκεί καταγίνονται με τα πολιτικά! Εκεί η γυναίκες γίνονται μηδενίστριες. Λ έ λ α. Εκεί η γυναίκες είναι άνθρωποι ανεπτυγμένοι, ελεύθεροι. Διαβάζουν, μελετούν, γράφουν, εργάζονται.
Από το χάδι, πούδιδε σαυτό τόνομα, θα καταλάβαινα πως δεν της ήτον αδιάφορος κιότι η αγάπη της για μένα ήτο παιγνίδι. Κοντά στους άλλους άρχισε να με πειράζη κιαυτός ο Γιάννης· κιόταν με συναντούσε μούλεγε: — Γιάε, μωρέ, άντρας, και θέλει και γυναίκα! — Ντα δε θα μεγαλώσω κεγώ; τούπα μια μέρα απειλητικά. — Ώστε να μεγαλώσης εσύ, θα το πάρω 'γώ το Βαγγελιό.
Από κακήν στέγην δεν εκρημνίσθη οίκος· από κακόν θεμέλιον εκρημνίσθη. Είσελθε εις το μέγαρον τούτο και άκουσε. Και εισέρχομαι εις πλούσιον οίκον. Ο πατήρ εκάθητο προ του γραφείου του, έναντι δε αυτού ίστατο κόρη αβρά με οφθαλμούς δακρυβρέκτους. Και έλεγεν εν οργή ο πατήρ προς την κόρην: — Για να σου ειπώ, κυρά εσύ!
Τρέχα! Εγώ πηγαίνω να τα 'πώ με τον γαμβρόν μου. Τρέχα· τρέχα, και ήλθεν ο γαμβρός. Τρέχα ευθύς, σου λέγω! Ο κοιτών της Ιουλιέτας. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία! Αι, κυρία μου· ακούεις; Ιουλιέτα! — Κοιμάται τώρα ‘ς τα βαθειά. — Αρνάκι μου· κυρία! Ω ακαμάτρα, εντροπή! Αγάπη μου, θ' ακούσης; Κυρία μου· καρδούλα μου· εσύ, γλυκειά μου νύμφη! Τι; ούτε λέξιν; Βέβαια, τον χαίρεσαι τον ύπνον. Καλοκοιμήσου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν