Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Οχ τι φωτιά ανυπόφερτη τα σωθικά μου παίρει, Τώρα που σε χωρίζομαι τι λαύρα που με δαίρει! Ζώντας εγώ να στερευτώ τα μάτια τα δικά της; Έβγα ψυχή μου κι' άφσε με νεκρό κορμί σιμά της! Σ' αφίνω υγιά χρυσό πουλί, για μένα μη δρακρύσης. Αν μ' αγαπάς και σου πονεί τον πόνο να φτουρήσης. Αν κλαίγω, εγώ μη κλαις εσύ, γιατί αν σ' ιδώ να κλάψης, Βάλε κυρά μου γλήγορα τον τάφο να μου σκάψης.

Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια Χαδούλα; . . . είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπόν της αφ' ό,τι ήτο έγεινεν ακόμη ερυθρότερον . . . Θυμήσου τι τρομάρες, τι βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι' ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου. — Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.

Δεν είν' αληθινή η φήμη αυτή. Εσύ δεν μπήκες 'ςτά καλλίζυγα καράβια, Κι' ούτ' έφτασες 'ςτά Πέργαμα της Τροίας . και αφού έκαμε πλέον όλην την ονομαζομένην παλινωδίαν αμέσως είδε το φως του. Φαίδρος Από αυτά που μου είπες, Σωκράτη, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλα πλέον ευχάριστα εις εμέ.

Ω ταλαίπωρε, του λέγει· εσύ ηξεύρεις πολλά καλά, ότι χωρίς εμένα δεν ήθελες είσαι τώρα εις τον κόσμον, και έχεις τόσην τόλμην διά να βιάσης την τιμήν μου; είσαι το λοιπόν πολλά αυθάδης εις το να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διά την κακήν σου επιθυμίαν.

Να του πης του Τραμπούκου που κάθετ' έξω από το Καφενείο και κοιτάζει λεβέντικα την άκρη του παπουτσιού του, — να του πης πως όσον καιρό χάνει μελετώντας τρόπους να κρυφοαρπάζη φτωχικά ψυχουλάκια από το Κοινό, μπορούσε τίμια δουλεύοντας να μαλαματώση την τρομερή του κουμπούρα, να μείνη κάτι και για τη χώρα που τον έθρεψε, και που αυτός ακόμα τηνε βυζάνει, αν του τα πης αυτά, θα θαρρέψη πως θέλεις να γίνης εσύ αντίς του λόγου του κλέφτης του τόπου, κ' ίσως και σε σκοτώση, φανερά ή κρυφά.

Ουρανοί, βρέξτε χάρι απάνου σ' ό,τι βλασταίνει ανάμεσό τους! ΦΕΡΔΙΝ. Τι κλαις; ΜΙΡ. Γιατί δεν είμ' άξια, και δεν τολμώ να προσφέρω εκείνο που ποθώ να δώσω, και τρέμω να δεχθώ εκείνο, π' αν το στερηθώ, πεθαίνω· αλλ' αυτά είναι μάταια· και εκείνο όσο περισσότερο πάσχει να κρυφθή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει και φαίνεται. Μακρυά από μένα, εντροπαλή τέχνη! και σπρώξε με, άδολη εσύ και άγια απλότης!

Εσύ μου τάφαγες τα πρόσφορα και είπες πως σου τάκλεψαν οι λωποδύταις! Τον είδε τον Γέροντα, όταν τον εμπόδισεν η εξουσία να πωλή καπνά και σιγαρέττα, οπού, εκέρδιζεν αρκετά, χωρίς κανένα κόπον, διότι είχε ψηφισθή το μονοπώλιον.

Δεν πας να παίζης τσι κουτσούνες μετά κοπελιδάκια; Μα η Βαγγελιά δεν είνε δα και κοπελιδάκι. Κοσιεφτά κοσιοχτώ χρονώ 'νε. Αν ήτονε παντρεμένη τον καιρόν τση, θάχε παιδιά, σαν εσένα. Μάνα σου πέφτει, μωρέ, και συ κάθεσαι και λες πως την αγαπάς και πως θα τήνε πάρης. Μα ώστε να φτάξης εσύ τον καιρό τση παντριγιάς, αύτη θάνε γρα, ζαρωμένη και φαφούτα.

Ο Έφις σώπαινε∙ σώπαινε και τον κοίταζε και τα μάτια του ήταν τόσο γεμάτα από πάθος, από τρόμο, από χαρά που ο ντον Πρέντου σοβάρεψε. Προσπάθησε όμως πάλι να αστειευτεί. «Γιατί αναστατώνεσαι τόσο; Πιστεύεις ότι θα σου πληρώσω όσα σου χρωστάνε; Όχι, βέβαια. Εσύ θα τα βρεις με την Έστερ. Εγώ μένω απ’ έξω. Έπειτα είναι και κάτι άλλο…»

Τι λες, παιδί μου; Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη καλούντος έξωθεν της θύρας·Μάννα! . . . μάννα! . . . — Ποιος φωνάζει; Εσύ είσαι, Στάθη; Και η Ασημήνα προέκυψεν εις το παράθυρον. — Πες του Θανάση, εγώ τώχω το πορτοφόλι, και να ησυχάση. Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη. Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη. — Γιατί δεν ήρθε μέσα;

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν