United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε• 45 «Μητέρα, μητα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου, 'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου. αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις, και τάξουόλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, 50 ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. κ' εγώ θα πάωτην αγορά τον ξένον να καλέσω, κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα• με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει, και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη 55το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265 «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα, άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος. για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα, φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργείτα ξένα». 270

Όχι να ζήσω μα και τρομάρα είχα μήπως χάσω άξαφνα τη ζωή και τ' αφήσω έρημα στο έλεος και την καταφρόνια του κόσμου. Έκανα τη νύχτα ημέρα. Όσο στέκει τ' αλόγου η ουρά κ' εγώ εστάθηκα. Σε πολλά η τύχη μου ήρθε κόντρα· κόντρα της εβγήκα κ' εγώ με τα όλα μου. Δεν είχα σκοπό να πισωπατήσω μηδέ τρίχα.

Σήμερον δε το ταχύ εβγήκα με αυτόν και με ένα σκλάβον, διά να υπάμε εις το κυνήγι. Και ωσάν εξεμακρύναμεν έως μίαν ώραν δρόμον, ο βασιλεύς ενθυμήθη πως ελησμόνησεν ένα πράγμα πολλά αναγκαίον εις το κρεββάτι του· όθεν γυρίζοντας εις το Κάστρον ξεπεζεύει από το άλογόν του, και μου λέγει να τον καρτερήσω εκεί· και αυτός από μίαν σκάλαν κρυφήν εμβήκεν εις την κατοικίαν της βασίλισσας.

Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου και γάλι γάλι εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις τον χοντζερέ, που η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις ένα ολόχρυσο κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν τέσσαρες λαμπάδες αναμμένες.

Οπόταν δε εμβήκαμεν εις το Μπαγδάτι, επήγαμεν και καταλύσαμεν εις ένα καλόν σπήτι, και αφού αναπαυθήκαμεν από τον κόπον της στράτας, εβγήκα και υπήγα εις την χώραν διά να ανταμώσω τους φίλους μου. Αυτοί ωσάν με είδαν, εθαύμασαν που με είδαν ζωντανόν λέγοντές μου, πως οι σύντροφοί σου που είχες μισεύσει με αυτούς από εδώ, μας είπαν πως απέθανες.

Κανένας δεν εγλύτωσε. Μόνον ο υποφαινόμενος. Και πάλιν κ' εγώ με θαύμα. Εκεί που μ' εχτύπησεν η σκότα του κόντρα φλώκου, που εβγήκα να τον μαζέψω, μου δίνει μια να πέσωτην θάλασσα και ξεγλυστρώ, μωρέ γυιε μου, και πέφτω απάνω σ' ένα κασσόνι. Λες και μου τώρριξεν εκειδά η μάννα μου. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή!

Εβγήκα το λοιπόν εκείνην την ιδίαν στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις κάποιες τριανταφυλιές που ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα διά να μείνω εκείνην την νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που έμελλε να ανοίξη η πόρτα διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον.

Αλλ' εγώ, ο οποίος γνωρίζω πώς τρέχει ο ποταμός, πότε αριστερά και πότε δεξιά, αντί να πηγαίνω από μέσα, εβγήκα διά να κόψω δρόμον μέσα από τα χωράφια. Και τώρα θα έμβω πάλιν εις τον ποταμόν να εύρω το ποίμνιον, το οποίον μου εχάρισεν η κόρη. — Τύχην όπου την έχεις, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Και νομίζεις ότι αν πέσω κ' εγώ εις τον ποταμόν θα εύρω ζώα του νερού;

Ως τόσον έχοντας το σχοινίον οδηγόν, εγύρισα πίσω μέσα, και επήρα τα ψωμιά και το νερόν, και πάλιν με οδηγόν το σχοινίον εβγήκα έξω, και έφαγα, έπια, και εκοιμήθηκα ανάμεσα εις τους βράχους αναπαυμένος.