Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Εγώ εβγήκα από την παραπόρτα, έγεινα ίσωμα κάτω εις την γη, και έτσι εβγήκα. Πώς δεν μ' επήραν οι καβαλλάρηδες διά λαγόν, να με ρίξουν κάτω με καμμιά σαγιττιά! — Διά λαγόν, δεν έχεις τα πόδιά του, είπεν ειλικρινώς ο Θευδάς. — Ας είνε, ειμπορούσαν να με πάρουν διά χελώναν. Ξέρεις αυτοί οι παληόφραγκοι τρώνε και ταις χελώναις. — Φράγκοι λοιπόν είνε αυτοί οι καβαλλαρέοι που σας πολιορκούν;

Εγώ εβγήκα να πιω νερό, στην περίφημη, την αθάνατη βρύσι... Ήτον ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού. Εκεί αντίκρυ, πέρ' απ' τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, και μερικοί είχαν στήσει χορό.

Του έκαμα όρκον ότι θα κάμω καθώς με επρόσταξε· και ύστερον εβγήκα από τον πύργον με το τελώνιον, που το είχα καβαλλικευμένον. Κύτταξε καλά, μου είπε πάλιν ο βασιλεύς, να μην αφήσης που να λες την προσευχήν· διότι αν σταματήσης καμπόσον χωρίς να την ειπής ο Αφρικός ημπορεί να κάμη να κινδυνεύσεις και να χαθής.

Ιδού με τι τρόπον εβγήκα από το χαρέμι της βασιλοπούλας, και από τον νέον κίνδυνον, που εξ απροσεξίας είχα πέσει· ύστερα από ολίγον επήγα και αντάμωσα τους συντρόφους μου. Ο Οντάμπασης των τζοχανταρέων με έκραξε, και με ωνείδισε που έμεινα έξω από το παλάτι εκείνην την νύκτα, τον οποίον με μίαν πρόφασιν τον εκαταπράυνα.

Ο καιρός ήταν καλός κ' εγώ εφύλαγα στο παραθύρι. Σαν είδα τον κόσμον από μακρά που επέστρεφε, έσιαξα το φακιόλι μου κ' εβγήκα ως έξω από το χωριό να φιλήσω κ' εγώ του Δεσπότη το χέρι. Τα εξαπτέρυγα και οι σημαίαις της εκκλησίας έλαμπαν από μακρυά εις τον ήλιο, και κατόπιν εγυάλιζαν οι σταυροί και τα φελώνια των παπάδων.

Και με τούτον τον τρόπον εβγήκα από το Μουσούλ, και ήλθα εδώ εις την Δαμασκόν, εις την οποίαν έλαβα την τιμήν διά να έμβω μέσα εις την δούλευσιν της Βασιλείας σου. Ετούτη, ω πολυχρονεμένε μου Βασιλέα, είναι η ιστορία της ζωής μου, και η αιτία ετούτης της βαθείας μου μελαγχολίας, εις την οποίαν είμαι πάντα βυθισμένος.

Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν είχα αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου επιβουλευθή την ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη, με στοχασμόν διά να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι' αυτήν.

ΟΡΑΤΙΟΣ Δεν θέλει αργήση απ' την Αγγλίαν, ό,τι συνέβη εκεί, να μάθη. ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν θ' αργήση το πράγμα· ο μεταξύ καιρός είναι δικός μου· και όσον έ ν α να ειπής τόσ' η ζωή του ανθρώπου. Αλλά κατάκαρδα λυπούμαι, Οράτιε φίλε, 'πού τόσο μέσ' από τα όριά μου εβγήκα με τον Λαέρτην· επειδή, μέσ' από την όψιν του αγώνος μου, βλέπω του ιδικού του εικόνα.

Η βασιλοπούλα δεν έλειψε που να δώση πίστιν και εις ετούτο το ψεύμα, και ούτω με την ευγλωττίαν μου της εσήκωσα κάθε υποψίαν, και εχαρήκαμε καθώς εποθούσα και εκείνην την νύκτα. Εβγήκα πάλιν από το παλάτι εις το τέλος της νυκτός διά τον φόβον να μην ξεσκεπασθώ, ότι εγώ είμαι ένας ψευδοπροφήτης. Εξαναγύρισα πάλιν την ερχομένην νύκτα.

Ευθύς που έφθασα εις τον πάτον, εβγήκα από το ξυλοκρέββατον, και το έσυρα εις ένα μέρος, που δεν ήταν νεκρά σώματα· και έπεσα κατά γης θρηνώντας απαρηγόρητα και μεμφόμενος την τύχην μου, που πάντοτε με κατεδίωκε, και κατηγορώντας τον εαυτόν μου διά την αγνωσίαν και φιλαργυρίαν μου, που με τόσους κινδύνους δεν εσωφρονίσθηκα να ησυχάσω εις την πατρίδα μου· και έλεγον οδυρόμενος· ήτον πολύ καλύτερον να ενταφιαζόμουν εις τα κύματα, που τοσάκις εκινδύνευσα, παρά να ενταφιασθώ ζωντανός εις ένα τόπον τόσον φοβερόν και σκοτεινόν και δυσώδη διά τα νεκρά πτώματα· αλλά με όλα ταύτα το πάθος ήτον ανίατον.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν