United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέτε πράγματα χωρίς να σκέφτεστε, ντόνα Νοέμι! Ο ανιψιός σας δεν έχει χρήματα για να μπορέσει να με πληρώσει, αλλά και αν ακόμη είχε, δε θα του έφταναν!», είπε ωστόσο, τρέμοντας από μνησικακία, και η Νοέμι ξανακάθισε ακουμπώντας τα χέρια επάνω στα γόνατα για να κρύψει το τρέμουλο. «Όσο για λεφτά, έχει! Όχι δικά του, αλλά έχει.» «Και ποιος του τα δίνειΈξι μάτια τον κοίταζαν έκπληκτα.

Σάββατο βράδι που χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του απάνω στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού· το κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, καπνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν' ανεβαίνη αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.

Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία· και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, 70 αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε, θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε. σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη προβάλτε τράπεζαις και ομούαυτόν ας πέσουμ' όλοι, 75 και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα, έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθήτην πόλι, τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».

Τώρα μπορώ και βλέπω καλήτερα και καθαρότερα τόνειρό της παρά τότε! Είναι βέβαιο πως τα έβλεπε όλα αυτά, όσο που έσβησε όλη η τρελή ψυχική της διάθεση κ' είδα πως γεμίσανε δάκρυα θερμά τα μάτια της. Με ζωηρό κίνημα άδειασε τα ποτήρι της, γλύστρησε από τον καναπέ κι ακκούμπησε τα κεφάλι στα γόνατά μου.

Μακρυά πέρα έβλεπαν την ακτή, αλλά η φουρτούνα είχεν αρπάξει τη βάρκα, και δε μπορούσαν να βγουν έξω. Την τρίτη νύχτα, η Ιζόλδη ονειρεύτηκε ότι κρατούσε στα γόνατά της το κεφάλι μεγάλου αγριογούρουνου που λέρωνε τη ρόμπα της με αίμα, κ' έτσι κατάλαβε πώς δε θα ξανάβλεπε πεια το φίλο της ζωντανό.

Έρχεται σαν ξαναβρεθούμε στο σπίτι μας ύστερ' από μακρινή ξενιτειά, σαν πρωτοφιλήσουμε την καλή μας, σαν τη βλέπουμε και βυζάνει το πρώτο της, σα χορεύουμε πρώτο εγγόνι στα γόνατα μας, έρχεται τότες η χαρά και μας βαλσαμώνει. Μα είναι βαλσάμωμα, γιατρειά πόνου, κι όχι παντοτεινή γιατρειά.

Αλλ' η γραία-Συνοδιά την έλαβεν εις τα γόνατά της, την εσκέπασε με το παληό φουστάνι της, και την εζέστανε, και την εχάδευσε τόσον, ώστε την έκαμε να νυστάξη. Εντός ολίγου απεκοιμήθη, και η μήτηρ της, λαβούσα αυτήν από τα γόνατα της γραίας, λικνίζουσα άμα αυτήν διά των χειρών και διά τινος μονοσυλλάβου «κι-κι», την επλάγιασε δίπλα εις τον Μανώλην.

Όλον τον νου τους τον είχαν στο ίσκιωμα και πλειότερο εκείνες, που πήγαν το βράδυ στον ποταμό για νερό. Η μια έλεγε πως είδε, ότι το ίσκιωμα είχε γένεια μακρυά, ως τα γόνατα, η άλλη, ότι είχε κάτι νύχια, Παναγιά μου! μακρυά και σουβλερά μια πιθαμή μακρύτερα από τα δάχτυλά του, άλλη, ότι το μουλάρι δεν είχε ουρά, κι' εκείνο το πράμμα, που φαίνονταν σαν ουρά είταν η ουρά του ισκιωματιού.

Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους, τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι, και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του, κ' εφάνη νέοςτο κορμί, προβάτων επιστάτης, ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος• διπλή φλοκάταν εύμορφητους ώμους της εφόρει, 'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχετα χέρια. 225 άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα• «Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σετα μέρη τούτα, χαίρε• μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδούτα ποθητά σου 230 γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω. και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων; κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα, ή άκρ' ηπείρου καρπερήςτην θάλασσα γυρμένη235

Ότε επί τέλους ανέβημεν εις τα περικλείοντα τον Κάμπον υψώματα και είδα μακρόθεν την πόλιν, εις δε τας υπωρείας των άντικρυ βουνών επροσπάθησα ν' ανιχνεύσω το σημείον όπου έκειτο ο Πύργος μας, ησθάνθην την καρδίαν μου συστελλομένην εντός του στήθους και τα γόνατά μου τρέμοντα.