United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωστόσο δεν αποφάσιζε να φύγει, περιμένοντας την Γκριζέντα και όταν δεν ήταν στο σπίτι ο Τζατσίντο κατέβαινε το σοκάκι, καθόταν στο φρύδι της κοιλάδας και κατασκόπευε το λευκό δρόμο στους πρόποδες του Βουνού. Ο ρυθμικός χτύπος του Μύλου τον συγκινούσε, σχεδόν τον τρόμαζε. Του φαινόταν σαν χτύπος καρδιάς, μιας καινούργιας καρδιάς που έκανε να ξανανιώσει η άγρια, η αρχαία γη.

Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει, και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι, τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, 305 'που 'χε σιμά γλυκό νερό• και οι σύντροφοί μου εβγήκαν έξωτην γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν, και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους, 'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι• 310 κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν, και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας, με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. 315 και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο• κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις. τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «ω φίλοι, αφούτο πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, 320 τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη. ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις, του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει».

Πόση ωραιότης! πόση ευτυχία! έλεγαν και οι δύο. — Η γη δεν έχει να μου δώση τίποτε περισσότερον, έλεγεν ο Ρούντυ. «Μία τέτοια βραδιά είνε ολόκληρη ζωή!

ΘΑΝΑΤΟΣ Μα τότε πώς ακόμη ζη και πώς στη γη γυρίζει και όχι κάτω από τη γη στου Άδου τα παλάτια; ΑΠΟΛΛΩΝ Σούδωκε την γυναίκα του, που πας να πάρης τώρα. ΘΑΝΑΤΟΣ Ω, θα την πάρω βέβαια, και θα την πάω κάτω. ΑΠΟΛΛΩΝ Πάρ' την λοιπόν και πήγαινε. Δεν ξέρω αν θα σε πείσω. ΘΑΝΑΤΟΣ Τι να με πείσης: Αν αυτήν θα πάρω; είν' η δουλειά μου. ΑΠΟΛΛΩΝ Όχι. Αλλά αν ήθελες για λίγο ν' αναβάλης.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τροφήν, ω Γη, να μου αρνηθής, το φως, ω ουράνια σφαίρα! πάρτε μου κάθε ανάπαυσιν, ω νύχτα συ, και ημέρα!

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXI. &Τα ειρημένα 4 στερεά συνδυαζόμενα γεννώσι τα 4 στοι- χειώδη σώματα. Η μεν γη σύγκειται εκ κύβων, το ύδωρ εξ εικοσαέδρων, ο αήρ εξ οκταέδρων και το πυρ εκ τρι- γωνικών πυραμίδων. Όθεν τα σωμάτια του πυρός είναι τα οξύτατα, τμητικώτατα, ευκινητότατα και κουφότατα σχετικώς προς τα των άλλων, τα της γης δε είναι τα μέγιστα, αμβλύτατα, βαρύτατα και δυσκινητότατα.&

Θυμάται και τα Γιάννινα τ' αγαπημένα τότε, Και πότε κλαίει τα νηάτα του και την πατρίδα πότε. Κοιμήσουτο ελεύθερο, Καλόγηρε, το χώμα Κι' ουράνια τον ύπνο σου όνειρ' ας νανουρίζουν! Τάρματα ίσως τάθελες κι' αυτού να τάχης στρώμα· Ποιος ξέρει σε τι μαύρη γη, πατέρα, να σαπίζουν! Κοιμήσου. Τώρα χειμωνιά την Ήπειρό μας δέρνει Και κρύο, ξέρα, παγωνιάτα χώματά της σπέρνει.

Όσα λέγουσι περί του μέρους τούτου της χώρας μοι φαίνονται αληθή· διότι είναι προφανές εις τον νοήμονα άνθρωπον όστις την βλέπει χωρίς να ήκουσε τίποτε περί αυτής, ότι η Αίγυπτος, εις την όποιαν οι Έλληνες μεταβαίνουσι διά πλοίων, είναι γη επίκτητος των Αιγυπτίων και δώρον του ποταμού.

Τα χέρια σου τρέμουν! μου είπε ο Άλλος. — Και τα δικά σου. — Πού είμαστε; — Δεν ξέρω. — Δεν ακούς; — Ακούω. Τι ήτανε αυτό που άκουα μες στο σκοτάδι; Αυτό μας έκανε να τρέμουμε. Ένας θρήνος πλατύς ανέβαινε απ' τη γη. Ο θρήνος εγέμιζε τον κάμπο, τον ουρανό, τον αέρα. Τρυπούσε τα βαρειά σύννεφα κ' έσβυνε απάνω. Πλημμυρούσε όλη την πλάση, ζυμωμένος με το σκοτάδι. Ο ανθρώπινος πόνος

Έχω δα δίκιο γη δεν έχω; μούπε η μητέρα μου όταν φτάσαμε στο σπίτι. Δε μούπες;... — Ας σούπα, της έκοψα την ομιλία με θυμό κιαυθάδεια. Ό,τι θέλω θα κάνω. — Καλά, γυιέ μου, είπε η μητέρα μου μεγκαρτέρηση. Η βραδιά ήτο ζεστή, αλλ' εγώ αισθανόμουν υπερβολική ζέστη και στενοχώρια· και, σαν πλάγιασα, η ζέστη γίνηκε σφοδρός πυρετός κιόλη τη νύχτα κοιμώμουν και παραμιλούσα σένα φριχτό εφιάλτη.