United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΥΘ. Πώς μετράς; ΑΓΟΡ. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. ΠΥΘ. Βλέπεις; Εκείνα που νομίζεις τέσσερα είνε δέκα και τρίγωνον τέλειον, εις το οποίον ημείς ορκιζόμεθα . ΑΓΟΡ. Μα το τέσσαρα, τον μέγαν αυτόν όρκον, πρώτην φοράν ακούω λόγους τόσον θείους και τόσον ιερούς . ΠΥΘ. Έπειτα, φίλε μου, θα μάθης τι είνε η γη, ο αήρ, το ύδωρ και το πυρ, ποία η κίνησίς των και ποία η μορφή των εν τη κινήσει.

Και τα πόδια σηκώνονταν όλο και πιο γρήγορα, χτυπούσαν το ένα το άλλο και ταρακουνούσαν τη γη λες και ήθελαν να την βγάλουν από την ακινησία της. «Όπα! ΌπαΚαι το ακορντεόν έπαιζε πιο χαρούμενα και πιο ζωηρά. Φωνές χαράς αντηχούσαν, άγριες σχεδόν, σαν να ζητούσαν από τη μουσική του χορού περισσότερη ζωντάνια, περισσότερη ηδονή. «Ούι! Ούιιι

Τι σκληρόν χέρι εφώναξα όλος τεταραγμένος από σπλάγχνος, ποίος βάρβαρος ημπόρεσε να τελέση τέτοιον ανόμημα εις τούτην την ευγενικήν κυράν· ας ανοίξη η γη να καταπιή ένα τέτοιον φονέα.

Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα, ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων, σύδενδρο, και αγριόγιδαεκείνο μέσα βόσκουν, αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων, ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούντα δάση 120 να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια. ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν, αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους ολοκαιρής, είναι βοσκήτα γίδια 'που βελάζουν. τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125 ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα, 'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130 κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπότην ώρα, ότι της λευκής θάλασσαςτην άκρη τα λειβάδια υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε• και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτοτον καιρό του βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135 κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει, είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη, αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος. και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140 άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις. αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε, 'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα. ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145 και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια, ουδέ τα μακρυά κύματατην γην όπως κυλούσαν είδαμε, πριν τα πλοία μαςτην άκρα προσαράξουν. και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους, 'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150 ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.

Στην ηρωική παράδοση του 21 που λάμπει στο βάθος πια του πίνακα του ιστορικού, γεμισμένη από την κλέφτικη λεβεντιά της Ρούμελης, κυβερνημένη από τα σπαθιά κι από τα καρυοφύλλια των αρματωλών και των καπετάνιων, βαλμένη αγνάντια, η τραγική παράδοση που ξεδιπλωνέται μπρος στα μάτια μας, επίκαιρη, ατέλειωτη, σπαραχτική, στη γη της Θράκης, της πότνιας κοιτίδας του τυραννισμένου πάντα και του πάντα φωτοστύλωτου Ελληνισμού, ύστερ' από τον αδούλωτο κλέφτη ο δούλος, πότε σπάρασμα στα χέρια του Τούρκου, πότε παιγνίδι στα συμφέροντα του Ρώσσου.

Και μάλιστα όταν λάχη Νάναι παληοί των σύντροφοι... Εμείς, ανατολίταις, Σύγνεφα διαβατάρικα, όταν περνούμ' εδώθε, Ομέρ Βριόνη, μάθε το, χαλάζι φορτωμένοι Κι' αστροπελέκια φλογερά, δεν έχομετο νου μας Παρά πώς να πλατύνωμε την ερημιά, το μνήμα. Ούτε το σπόρο μεςτη γη, ούτε κλαρίτο λόγγο, Ούτε παιδί μεςτην κοιλιά θ' αφήσωμε να ζήση. Ως τα θεμέλια ο χαλασμός.

Στα πορφυρένια χείλη Το έχει πλούσιο η Φύλλη, Κι' ασύγκριτα γλυκύ· Μον τολμηρό αν ορμήσης, Το μέλι να ρουφήσης Σα στ' άνθια, κι' αποκεί. Μάθε κι' η λιγερένια, Χείλη τα κοραλλένια Παράχει τρυφερά· Και προσέχε, μαζί σου Μη πάρης το κεντρί σου, Και βλάψης τρομερά. Η γλυκυτάτη Άνοιξι Με τ' άνθια στολισμένη, Ροδοστεφανομένη Τη γη γλυκοτηράει.

«Αμέτρητη χαρά πλημμυρούσε την καρδιά μου, επειδή ξανάβλεπα τη γη των παππούδων μου, τη γη που είδα για πρώτη φορά το γλυκό φως του ήλιου, και κατάλαβα για πρώτη φορά τον εαυτό μου άνθρωπο.

Εδώ πλέον ευρισκόμεθα εις την δυσκολίαν της εκλογής εν μέσω τόσου πλούτου μύθων, παραστάσεων, αλληγοριών. Παρατρέχοντες την θεογονίαν του Ησιόδου, κατά την οποίαν εκ του Χάους εγεννήθησαν πρώτον η Γη και ο Έρως, ερχόμεθα εις την Ορφικήν θεογονίαν. Εν πρώτοις, κατά Ορφικόν στίχον, ο Ζευς και άρσην γένετο και άμβροτος νύμφη .

Εκεί όπου επί δεκάδας ετών εσείετο η γη, κατά τας θερινάς νύκτας, υπό τας εκρήξεις της ευθυμίας του πλήθους, υπό τους ήχους των χαλκίνων οργάνων και τους κρότους των ράβδων, εφέτος επικρατεί σκότος και ερημία επί εδάφους παραμορφωθέντος, αγνωρίστου.