Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Κι ενώ καινούριο κάτι, που χτες δεν το είχε δει, ξανοίγεται στο μάτι: δέντρο που τώρα ανθεί. ή πύργος στη μακρότη, ή μια απαλή πλαγιά, μες στη θερμή λαμπρότη γλυκοβυθά η καρδιά, κι εκεί, σα μεθησμένη, από τη θεία ορμή της μέρας που προβαίνει αφήνει να συρθή. Μα όταν ο ήλιος γείρη κι έρθη το βράδυ αχνό, ξανά στο παραθύρι πηγαίνω κι ακουμπώ.
Το πρώτο βράδυ, όταν έπεσε η συμφορά με τη Ρουθ κι εγώ περνούσα κατά τύχη από εκεί, μόνο τότε μου ξανοίχτηκε. Φυσικά, ήταν μια στιγμή απελπισίας. Έπειτα όμως μου ξανάγινε εχθρική. Όταν πηγαίνω εκεί με υποδέχεται καλά, αλλά στιγμές στιγμές με λοξοκοιτάζει, σαν να ήμουν εγώ η αιτία των συμφορών τους.
Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το έβαφε, το εστόλιζε, το επάστρευε, το εγλυκοκύταζε σαν καλός καβαλάρης το άλογο του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το εκύλαε, το εψηλαφούσε στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το εφιλούσε παθητικά σαν ερωμένη. — Παιδί μου — Μπιούτη μου! ετρυφεροψιθύριζε.
Στρόθηκε ο Κρασοπατέρας. Πρώτη έγνια της ημέρας, Μον ξυπνήση — Το ποτήρι να σφουγγίση. Και προμιού τα μάτια τρίψη, Την κοιλιά του για να νίψη Μια κανάτα — Οχ τον πήρο νηστικάτα. Κιαπέ ύστερα ως το βράδυ, Που να πιάκη το σκοτάδι, Το λαγήνι — Οχ το χέρι δεν τ' αφίνει. Μον ρουφάει, και μόνε ζάφτει· Κι' όσο πίνει, τόσο ανάφτει. Όλο πίνει — Κι' όλο γένεται καμίνι. Οχ τον πήρο δε σπαρνάει.
Ύστερα απ' αυτά τα λόγια σήκωσε το ποτήρι, που είταν γεμάτο κρασί, έκανε το σταυρό της και τώπιε ως τον πάτο, λέγοντας: — Δόξα σοι Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Είταν ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186... Καμμιά δεκαριά γυναίκες του Μικρού Χωριού, που είν' ψηλά στην αγκαλιά της ράχης , έπαιρναν νερό στην άκρη του Καλαμά, που σκίζει την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά.
Τόβλεπα θεοφάνερα πως σε λιγάκι θα γράφω και γω σαν το δάσκαλο. Μα και σαν τον Όμηρο, φίλε μου!.... .... Μ' άκουγε ο γέρο Βασίλης στην Ξέταση, σαν πέρασε κείνος ο χρόνος, και δάκριζαν τα μάτια του από τη συγκίνηση. Κ' η γριά η καημένη με κοίταζε και δε χόρταινε. Θα προκόψη αυτό το παιδί, έλεγαν όλοι! Παράξενο το βράδυ εκείνης της Κεριακής που ξετάστηκα. Η θάλασσα φαινότανε σα λιγοθυμημένη.
Το Κικίδι σφαλησμένο Σε μικρό κλουβί πλεμμένο Όξω από το παραθύρι Του σπιτιού ενού νικοκύρη, Ελαλούσε πάσα βράδυ Ότι αρχίναε το σκοτάδι· Και μια κάπια Νυκτερίδα Με περιέργειας φροντίδα, Τούτο αφού παρατηράει Το ζυγόνει, το ρωτάει, Για να βγη οχ την απορία, Από πια αφορμή κι' αιτία, Την ημέρα να σιγάη Και τη νύχτα να λαλάη.
Εσύ, που εκείνο το βράδυ υποσχόσουν τόσα ωραία πράγματα, εσύ, άνθρωπε του Θεού….» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε πάλι να τρέμει. Ανασήκωσε το πρόσωπο κάτω από το σκυμμένο πρόσωπο του Έφις και κοιτάζονταν απελπισμένα. «Δεν το έκανα για κακό. Ήθελα να κερδίσω χρήματα.
Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο το μέρος κάθε βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά και τη φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου, Μεγάλη Ανάστασι. Εκεί 'ς την Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την Πλατέα αυτή που δεν υπάρχει άλλη 'ς όλον τον κόσμο.
Άρχοντες, ήταν το αίμα του που εσυγκινείτο και μιλούσε μέσα του, και η αγάπη που είχε άλλοτε για την αδερφή του την Μπλανσεφλέρ. Το βράδυ, αφού σήκωσαν τα τραπέζια, ένας Ουαλλός θαυματοποιός, μάστορης στην τέχνη του, προχώρησε ανάμεσα στους συναθροισμένους βαρώνους, και τραγούδησε ποιήματα με την άρπα. Ο Τριστάνος ήτανε καθισμένος στα πόδια του Βασιληά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν