Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Τα παιδιά με συνήθισαν εντελώς, παίρνουν ζάχαριν, όταν πίνω καφέ, και το βράδυ μοιράζονται με εμέ το βουτυρόψωμο και το ξυνόγαλο. Την Κυριακήν ποτέ δεν τους λείπει η πεντάρα· και όταν δεν ευρίσκωμαι εκεί μετά την εκκλησίαν, έχει προσταγήν η ξενοδόχος να την πληρώνη.
Στη ρίζα δυο αγκαλιασμένων δέντρων κάτου από μαύρα φύλλα σταλάζει η βρύση των λυγμών μόλις έρθη το βράδυ. Μόλις πλαγιάσουν τα πουλιά στα λίκνα των κλαριών και το δάσος βυθιστή στους συλλογισμούς του — η ψυχές κατεβαίνουν τη μαύρη ρεμματιά και πάνε στη βρύση των λυγμών να γεμίσουν. . .
Και συνεχώς δι' αιχμηρού ξυλαρίου εκέντα εις τα οπίσθια το βραδύ ζώον. Αι δε γυναίκες φορτωμέναι τα φύλλα ηκολούθουν κρυφομιλούσαι και αυταί και σχεδιάζουσαι μυρία όσα ευτυχή σχέδια, ουδέ ησθάνοντο το βάρος του συμπεπιεσμένου σάκκου εκ της χαράς, ήτις επλήρου την καρδίαν των τας ευδαίμονας εκείνας ώρας.
— Όχι δεν έρχομαι, παιδιά μου· ώρα καλή. — Καλό βράδυ. — Κύτταξε να μου φυλάξης το γρέκι! είπεν η Μπήλιω αστειευομένη. Ο Δημήτρης ήτο καθ' όλην την ημέραν ανήσυχος. Τον εβασάνιζεν η ιδέα ότι οι βλάχοι εις την κωμόπολιν ήτο αδύνατον να μη μάθουν τον αφόρισμόν του και άλλα ακόμη εξωγκωμένα.
Το βράδυ διηγήθη εις την μητέρα της πόσα μικρά προβλήματα αριθμητικής πρώτη αυτή από τας συμμαθήτριας της έλυσε και πόσα άλλα πράγματα είχε μάθει. Όταν επήγε να κοιμηθή, η σελήνη έστελλε πάλιν μέσα εις το δωματίων όλην την λάμψιν της, αλλά τώρα κάτι εμπόδισε τον δρόμον της μικράς κόρης, καθώς επροχώρησεν εις την γωνίαν, όπου εφύλαττε τα παιγνίδια της· η μαμμά ήλθε με φως. Τι είδε τότε η Ανθούλα;
Η εργασία μετά των ανθρακέων εξηκολούθει εις το δάσος πίσω, εις την Κεχριάν. Μετ' ολίγον θα ετοιμάζοντο και τα καμίνια διά τα κάρβουνα. Ο παπά-Κονόμος κάθε βράδυ επέστρεφεν από τον Άγι-Αντώνη με το γαδουράκι του. Εξεπέζευε, και εμβαίνων εις τον ναΐσκον εκάθητο εις το στασιδάκι του, πότε διαβάζων εκεί τον εσπερινόν του, και πότε διαλογιζόμενος περί ψυχών πάντοτε και περί μελλούσης δόξης.
Ο κόσμος έλεγε το κοντό και το μακρύ του, αλλ' οι νεόνυμφοι διήρχοντο εν ερωτική αγάπη τας ωραίας μετά τον γάμον ημέρας, την Κυριακήν και τας άλλας εορτάς μεταβαίνοντες το βράδυ εις το πλησίον εκείνο κτήμα, την αρχήν του έρωτος και του γάμου. Πόσον ωραία εφόρει την νυμφικήν εσθήτα η λυγηρά νεόνυμφος Κυρατσούλα.
Τέλος πάντων προς το βράδυ εφθάσαμεν με αυτήν την φουρτούνα εις ένα νησί πλησίον εις τες Μαλδίβες.
Σε λίγο άνοιξε το στόμα του: — Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε... είπε. Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο. Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του.
Ήτο ο πρώτος της ζωής του τρόμος, η πρώτη φρίκη, την οποίαν ησθάνθη. Αργά το βράδυ επανήλθε φέρων την είδησιν του θανάτου εις το σπίτι, το οποίον τώρα έγινε σπίτι πένθους. Η γυναίκα δεν εύρισκε δάκρυα· και μόνον, όταν έφεραν το πτώμα, εξέσπασεν η οδύνη. Ο καϋμένος ο ηλίθιος εχώθη μέσα εις το κρεββάτι του· δεν τον είδε κανείς όλην την άλλην ημέραν, και μόλις το βράδυ ήλθε προς τον Ρούντυ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν