Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουλίου 2025
Η Μάγισσα η ερημική, η Μάγισσα η πανώρηα, Μου είπε το βράδυ στη σπηλιά. — Καλόγνωμε διαβάτη, 'Στό πρώτο το ξημέρωμα τον ύπνο ν' απαριάσης, Να πας για νάσαι στο νερό την ώρα που έβγη ο ήλιος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο τυφλός δε σταματούσε, ανάμεσα στο ένα παράπονο και στ’ άλλο, να μουρμουρίζει συνεχώς και είχε ένα πρόσωπο σκοτεινό, απειλητικό. Προς το βράδυ η συγκομιδή ήταν πενιχρή – άφησε να ξεσπάσει η οργή του, κατηγορώντας τον Έφις ότι είχε σκοτώσει τον άλλο σύντροφο για να τον ξεφορτωθεί και να κρατήσει για τον εαυτό του τα χρήματα.
Ο ντον Πρέντου γέλασε πάνω από το άλογό του, με εκείνο το βεβιασμένο γέλιο του με το στόμα κλειστό και τα μάγουλα φουσκωμένα. «Χθες βράδυ τον είδα να παίζει στου Μιλέζου∙ έχανε μάλιστα!» «Έχανε!», επανέλαβε ο Έφις χαμένος. «Όπως το λες! Θέλεις πάντα να κερδίζει;» «Εμένα μου είπε πως δεν έπαιζε ποτέ….» «Και τον πιστεύεις; Ακόμη και να τον πυροβολήσεις δεν λέει την αλήθεια.
Ερρίχτηκα λοιπόν κατάμουτρα εις τον «εκλογικόν αγώνα» , καθώς τον έλεγε, εγώ και όλοι οι δικοί μου. Το περιβόλι μου έγινεν εκλογικόν κέντρον και από το πρωί ως το βράδυ έτρεχα να κάμω προπαγάνδα, να μοιράζω φωτογραφίες, προγράμματα, υπόσχεσες, και όπου ήταν ανάγκη και γροθιές. Η γυναίκα μου εμοίραζε και εκείνη φέτες καρπούζι, γλυκά λόγια και γλυκές ματιές.
Διόρθωνε κανένα τράφο, πούχε χαλάσει, λευτέρωνε δέντρα από παρακλάδια ή ξεράδια, καθάριζε το χωράφι από πέτρες ή ξεχόρτιζε και κουβαλούσε το βράδυ στο σπίτι χόρτα για τα ζώα του ή ξύλα.
Ο Αριστόδημος αναγκάστηκε ν' αναβάλη την εκδίκηση του για το βράδυ. — Το βράδυ στο τραπέζι θα είνε καλήτερα — σκέφτηκε κ' ησύχασε. Μόλις όμως άρχιζε το Ησαΐα χόρευε, μπήκε χαρούμενος ο Κουτρουμπής και του σφύριξε στ' αυτί: — Ήρθανε. — Ποιος; — Ο Περαχώρας κι ο άλλος· οι σοφοί. .. — Αλήθεια! φώναξε, πηδώντας όξω από την πόρτα.
Παν ό,τι γίνεται με καλήν καρδιά, είνε καλόν. Και είπον πάλιν μετά θλίψεως. — Να μη το μάθουμε και ημείς! — Ε! το βράδυ, θα ψάλωμεν όλον τον «Κανόνα», με παρηγόρησεν ο φίλος μου. Θα έλθω να σε πάρω.
Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον.
Μόνον του ήρεσκε να τα πίνη, σχεδόν όλα, την Κυριακήν. Πλην ευτυχώς η σύζυγός του είχε λάβει τα μέτρα της, κ' έπαιρνεν αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατον το βράδυ.
Στο βαθύτερο φως των ματιών σου που δεν το βλέπει κανείς, ούτε η αγάπη, κράτησε της αθάνατες μορφές που καταδέχτηκαν να της κυττάξωμε. Είδαμε της γραμμές που ονειρεύονται τα μάρμαρα εδώ στη γη με το φεγγάρι. Είδαμε όσα συλλογίζονται το βράδυ τα γερμένα δέντρα. Γνωρίσαμε τους λογισμούς των νερών στην ώρα της δύσης. Της υπέρτατες μορφές, τους τύπους αντικρύσαμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν