Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Κι έτσι παραλυμένη κι ασάλευτη απόμεινε με τα μάτια της καρφωμένα ασυνείδητα ίσα στα γυαλιά του παραθυριού, ως που ο ύπνος της έκλεισε βαρειά τα βλέφαρά της.
Δεν ξεύρω τι μου έφταιγε· θέλεις η γαληνεμένη θάλασσα, θέλεις ο ξάστερος ουρανός, θέλεις το διαπεραστικό ηλιοπήρι· δεν ειμπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαρειά την ψυχή, εύρισκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με άρπαζε κανείς να με ρίξη στο νερό δεν θα έλεγα «όχι!» Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος.
Αλλά της μητρός — παρθένου την πορείαν θα επεβράδυνον βεβαίως κατ' ανάγκην η βαρεία σωματική χαύνωσις, η προερχομένη εκ της εγκυμοσύνης, και αι αρχίζουσαι ίσως τώρα ωδίναι του τοκετού.
Άμα την έβλεπα, άμα το χέρι της άγγιζε το μέτωπό μου, όσο βαρειά κιαν ήμουν άρρωστος, το χαμόγελο ανέβαινε στα χείλη μου. Κ' η παρουσία της είχε τη μεγαλείτερη θεραπευτική δύναμη στις αρρώστειες μου. Αλλά και τα πειο πικρά και δυσάρεστα φάρμακα τάπαιρνα, ευχάριστα μάλιστα, από τα χέρια της. Η μεγάλη μου ευτυχία ήτο να με κρατή στην αγκαλιά της.
Αλλ' ο κυρ-Δημάκης βήξας, ίνα μη ακουσθή η βαρεία χλεύη, εξακολουθεί τας δικαιολογήσεις του: — Ήτανε γραφτό να πεθάνουμε καμπόσοι δεκατιστήδες! Στην ψάθα! — Εικοσιτέσσαρες πεντακόσιες! Εκήρυττεν ο δημόσιος κήρυξ. — Τριάντα!
ΦΥΣΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Μα τώρα είναι κάτι άλλο για όλο το έθνος να πούμε· πρέπει τέλος πάντων ν' α λ λ ά ξ ε ι κ α ι τ ο μ υ α λ ό τ ο υ α ν θ ρ ώ π ου λιγάκι, ίσως όχι ναλλάξει καθαυτό, μα να ξεσκλαβωθεί από μια βαρειά σκλαβιά που το πλακώνει αιώνες τώρα και το κάνει να μαραγκιάζει και μαραίνεται ― η ε π ί σ η μ η γ λ ώ σ σ α. Το μυαλό του Ρωμιού πρέπει να ξεκαθαριστεί απ' αυτή τη σκουριά.
Αυτά ξερά-ξερά, και ούτε ένα κάθισε, ούτε ένα τσιγάρο, ούτε τι κάμνει η γυναίκα σου, ούτε ένα λόγο για την υποτροφία του γυιού μου ή της κόρης μου το λοχία. Ήθελα να μείνω λιγάκι με την ελπίδα πως θα τα θυμηθή, είχεν όμως πολλήν εργασίαν. Τον αποχαιρέτησα με βαρεία καρδιά και ξαναπήγα με οκτώ μέρες.
ΧΟΡΟΣ Είναι βαρειά η συμφορά και όμως. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ, ωιμένα! ΧΟΡΟΣ Κάμε ολίγη υπομονή, δεν είσαι συ ο πρώτος...... ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ ...,. Που χάνεις τη γυναίκα σου. Όλοι οι θνητοί υποφέρουν, ο ένας μία συμφορά, ο άλλος πάλιν άλλην! ΑΔΜΗΤΟΣ Ω λύπες αλησμόνητες, και πένθη μας για εκείνους που αγαπημένους είχαμε και που η γη τους πήρε.
Ύφασμα λευκόν σαν το χιόνι και ελαφρόν σαν τον αέρα φαίνεται καλύπτον μόνον το λεπτόν της σώμα. Αλλ' όσον αερώδες και αν είναι το φόρεμα αυτό, τίποτε δεν ταράσσει τας πτυχάς του, και επαναπίπτει πέριξ της ακίνητον, όπως η βαρεία μαρμάρινη εσθίς της αρχαίας Νιόβης.
Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· το κράτησε 'ς το κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, Τηλέμαχε, καθήμενος 'ς τα μέγαρά σου ο ξένος. μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν