Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Ο ήλιος φλογερός, χτυπούσε στ' απόγκρεμα και κοκκινοβαμμένα βράχια των από πάνω στα κεφάλια μας φοβερών Φαιδριάδων, φιλούσε με πλημμύρα ξανθών φιλιών τον ξαφνισμένον, ύστερα από ύπνο χιλιάδων χρόνων στο φως της ημέρας αρχαίο κόσμο των Δελφών σκορπούσε φλόγες κάτω στο χάος της βαθειάς λαγκαδιάς, ασήμονε τα λιοστάσια του Πλειστού, που μόλις φαίνουνταν κάτω, φειδωτός κι ασημένιος, κατάκαιε τα ψηλά πλατάνια, το λαγαρό νερό και το βαθύ σχίσμα της Κασταλίας.

Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά φουσάτα ζωτικών το ένα φουσάτο φοβερώτερο και τρομερώτερο από το άλλο. Και μ' εκείνα έλεγε να γιατρέψη την Γκιουλχονούμ. Πιάνει γοργά και ανοίγει την κασσέλα· χύνει έξω όλα τα ξωτικά. Καθώς τα έχυσεν έξω κάποιο βαθύ βόγγισμα αντήχησε και τα όρη γύρω άρχισαν ν' αλληλοχτυπώνται σαν δαιμονισμένα. Επέρασαν τέλος τα τρία ημερονύχτια, έγινε καλά η μπεοπούλα.

Εγώ δε θέλω, δε θαφήσω ναποθάνης, είπα και πετάχτηκα πάλι να την αγκαλιάσω, αλλά πάλι μαπομάκρυνε. — Κ' εγώ, είπε με βαθύ αναστεναγμό, δε θέλω ναποθάνω, μα η μοίρα μου ταποφάσισε, χωρίς να χαρώ τον κόσμο. Ο γιατρός δε μούδωκε ζωή. Δε μου το φανερώσανε, μα δεν το καταλαβαίνω και μοναχή μου; Η ζωή μου φεύγει και τρεμοσβύνει, σαν το λύχνο, που ταποσώθηκε το λάδι.

Επειδή όντας κάτω από τον κάμπο βαθύ φαράγγι, που εδεχότανε σαν όργανο μέσα του τον αχό, έβγανε φωνή, που εμιμιότανε όλα τα λεγούμενα· χωριστά το χτύπο των χτυπιών, χωριστά τη φωνή των ναύτηδων. Κ' ήτανε ευχάριστο το άκουσμα. Επειδή άμα έφτανε η φωνή από τη θάλασσα, τόσο πιο αργά έπαυε η φωνή από τη στεριά, όσο πιο αργά άρχιζε.

Έχω να σου ανακοινώσω έν σπουδαίον συμβάν». Και χωρίς να αφήση τον Αντίπαν εισέδυσεν όπισθέν του εις έν σκοτεινόν διαμέρισμα. Το φως διεπέρα από έν κιγκλίδωμα και ηπλούτο επί μιας κορωνίδας. Οι τοίχοι ήσαν βαμμένοι με βαθύ ερυθρόν χρώμα, τόσον βαθύ ώστε εφαίνοντο σχεδόν μαύροι.

Τους έκραξε και το βαθύ κατάστρωσε σκοπό του «Πιος να κερδίσει έχει όρεξη και τη δουλιά που θέλω μου τάζει; Ας πει, και πλερωμή τον καρτεράει π' αξίζει.

Και κάθε φορά που τέλειωνε ο στίχος, το γέρικο αντρόγυνο έβγαζε κάποιο στέναγμα βαθύ κι ατέλειωτο, λες κι ανάσαινε ο Κάτου κόσμος. — Ωχωχ! ωιμένανε!... Γύρω στη νεκρή κάθονταν οι τρανοί ένας κ' ένας. Ο Χαγάνος με το γιο του· ο Βασίλης ο Ζάρακας, ο Μήτρος ο Γλάμης κι ο Θεομίσητος. Ανάμεσά τους κάθονταν ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος και πίσω απ' το Δημητράκη, σκυφτός προς την Ελπίδα ο Αλαμάνος.

Βαθύ φαράγγι τον εχώριζεν από την αγάπη του κ' έπασχε να το πηδήση με ό,τι δήποτε είτε να χαθή μέσα, παίρνοντας στον χαμό του και την πλάσι ολόκληρη. Εγύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα αισθάνομαι να τραβά κάποιος τον μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω να μου δείχνη κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Εσήκωσα τα μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα εχαμήλωσα και ανατρόμαξα.

Άπλωσε η νύχτα το βαθύ σκοτάδι τηςτη φύσι, Και 'σαν διαμάντια ελάμπανετον ουρανό τ' αστέρια, Το φεγγαράκι χαρωπό φωτάει το 'ρημοκκλήσι, 'Στά κορφοβούνια του Ζυγού από βραδύς βγαλμένο· Φυσάει τ' αγέρι της νυχτιάςτα φύλλα μυρωμένο, Κεκείνα σειούνται, κ' οι ίσκοι τουςτης εκκλησιάς τους τοίχους, Διαβαίνουν 'σάν φαντάσματα· καίν' μέσα τα καντήλια, Κι' ο γέροντας Καλόγηρος με τα χλωμά του χείλια Ψαίλνει για τον Εσπερινό με λυγωμένους ήχους. ............................................. Σταυροκοπιέται· απόψαλε και βγαίνειτην αυλή, Θωράτε τον.

Έφεβγαν οι στεριές στο πλάι μας, έφεβγε απάνουθέ μας το φεγγάρι. Όλα έφεβγαν χόρεβαν ισκιωμένα πάνω στη στεριά, ξεμάκρεναν φανταχτερά μέσα στα πέλαγα. Άπλωναν πάνω στα γαληνεμένα τα νερά νανουριστοί του μαντολίνου οι τόνοι. Έσμιγαν τολόγλυκο τραγούδι του τελωνοφύλακα· έσμιγαν το βαθύ της νύχτας το μυστήριο· έσμιγαν τη γαλήνη γύρω τη φεγγαροφώτιστη.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν