Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Το βρακίον του ήτο κυανούν βαθύ με πυκνάς πτυχάς· το φέσιόν του κατακόκκινον ως παπαρούνα, η τσάκα του στιλπνή εκ μαύρου εριούχου και ετριζοκοπούσαν τα υποδήματά του εν τη σιγή της ερήμου οδού, συνεχώς και αδιακόπως κροτούντα, ενώ οι κτύποι της καρδίας της Μιλάχρως μόνον υπ' αυτής ηκούοντο. Και όμως ενόμιζεν η πτωχή ότι τους ήκουεν όλος ο κόσμος, διότι όλος ο κόσμος ήξευρε τα παθήματά της.

Τέλος βαθύ μούγγρισμα στην άβυσσο αντήχησε και η θάλασσα εσήκωσε πελώριο κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι επέταξε γοργόφτερο εμπρός. Και αμέσως μέγα κήτος εφάνηκε να πιάνη από άκρη σε άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι. — Να ιδώ! κ' εγώ να ιδώ!... Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν σκοτεινό κορμί και σταυροκοπούνται φοβισμένοι. — Εμπρός! λέγω στον καπετάν Στραπάτσο.

Θακούση — ω θακούση στα βάθη της πεντάβαθης ψυχής τουτης καρδιάς του της απέραντης αντίλαλο·θακούση, θα τακούση κι ο χρυσός μας ο Λαός τ' Αθάνατο Τραγούδι Του. Θενά ξυπνήση! Και ξυπνώντας από τόνειρο βαθύ, — που δόλια μας τον αποκοίμησαν οι άμωροι, — μες το τρισάγιο απόφωνο του παναρμονίου τραγουδιού θαναγνωρίση τη Λαλιά τουτην ψυχή του Α θ ά ν α τ η. Θαγριέψη, Θα χυμήση,

Κι' οι διο στρατοί, όπως κόβουνε αντικρουστοί τους όργους οι θεριστάδες σε βαθύ χωράφι νοικοκύρη, στάρι η κριθάρι, και πυκνά τα χεροβόλια πέφτουν· έτσι κι' αφτοί ίσα ρίχτηκαν και σφάζουνταν με λύσσα 70 δίχως κανείς κατάρατο φεβγιό να συλλογιέται.

Εις τα Ιεροσόλυμα. — Οι πωλούντες και οι αγοράζοντες εν τω ναώ. — Η αγανάκτησις του Ιησού. — Διατί δεν ετόλμησαν ν' αντισταθώσι. — «Καταλύσατε τον ναόν τούτον». — Η εκ των λόγων εντύπωσις και το βαθύ της εννοίας των.

Έτσι είπε, και τα λάφυρα σηκώνει και τα θέτει 465 πας σε μυρχιά, κι' αλάθεφτο τους έβαλε σημάδι, σμίγοντας τα μυρχόκλαδα με σύχλωρα καλάμια, μήπως γυρνώντας δεν τα δουν μες στο βαθύ σκοτάδι.

Ω Θεέ μου! ακόμη είμαι παγωμένη, είπε ψυλαφώσα το σώμα με τας χείρας αυτής. — Δεν γίνεται να είσαι παγωμένη, είπε μειδιώσα η Σιξτίνα. Εδώ κάμνει ζέστην, και ο χειμώνας μας πέρασεν. Έτσι σου φαίνεται. — Ω Θεέ μου! — Και έπεσες εις το νερόν; — Ναι. — Ήτο βαθύ; — Πρέπει να ήτο πολύ βαθύ. — Και πώς δεν επνίγης; — Αυτό δεν ειμπορώ ακόμη να εννοήσω, είπεν η Αϊμά. Τι έγεινε δεν ειξεύρω.

Από πάνω του μαχαλά η εξοχή, οι σταφίδες, οι όμορφοι λινοί, οι πρασινάδες της εξοχής φτάνουν ως απάνω στα ύψη του Βοϊδιά, σπανό βουνό κατάκορφα που στεφανόνουν πού και πού τα πλάγια του τούφες τούφες από έλατα μ' ένα χρώμα μπλε βαθύ καθώς φαντάζουν από μακριά.

Η ψυχή του ανθρώπου αισθάνεται βαθύ σκότος και ερημίαν, όταν όλοι τον εγκαταλείπουν και ζη πάντοτε μόνος του. Κρίνε το από τον εαυτόν σου, αν θέλης. — Δεν στοχάζομαι καλά, αλλ' έτσι πρέπει να είνε, απήντησεν ο Γύφτος. — Λοιπόν βαρύνεται κανείς τον κόσμον αυτόν. Ποίος ειξεύρει πόσας κρυφάς και βαθείας πληγάς θα έχη ο καϋμένος ο κύριός μου, και πόσον θα πονή μέσα του. — Και αυτό γίνεται.

Αλλ' εκείνος χάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλλιά, γαυγίζοντας «γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν θλιβερά στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. »

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν