United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ’ έτσι έφυγαν όλοι μαζί, αφού πρώτα ηύραν και χαιρέτησαν και τη θεια Ελέγκω πούτονε χωμένη μέσα στο γυναικομάνι και γλωσσοκοπανούσε . . . Τους θύμησε η Θεια Ελέγκω, του Νίκου και της Λιόλιας, να μην αργήσουνε να πάνε σπίτι και να της φιλήσουν και τη Βεργινίτσα. . . Κάτω στο δρόμο ο κόσμος είχε σκορπίσει και κυλιότανε γλήγορα κατά πάνω και κάτω σα νερό που ξετρέχει σ' ένα δίχτυ από αυλάκια, τόνα μέσα στάλλο . . . Φώναζαν οι πουλητάδες : «Πασσατέμπο ! Φυστίκια αρμυρά !» . . . «Αρωματικόν Σέν-Σέν, πάρτε να μοσχοβολάτε- μια πεντάρα !» . . . «Μπανανούτσες ! μπανανούτσες απ’ την Αμέρικα !» . . . «Μαστίχα ! καλή μαστίχα για τα παιδιά ! » και περνούσε αψηλό το κοντάρι με το στριφογυριστό μαντζούνι τάσπρο και τριανταφυλλί. . . Μασσουλούσαν οι γυναίκες και τα παιδιά καθώς πηγαίνανε στο δρόμο και τα τσέφλια απ' τα φυστίκια που πατιόντουσαν κάνανε σα στράκες και σαν πιστολάκια!. . . Αγόρασε κι ο Περικλής μια δεκάρα Σέν-Σέν και μοίρασε σ' όλους. . . Στο ζαχαροπλαστείο στην Ομόνοια που πήγανε, ως πού να τους σερβίρουνε, με τόσον κόσμο πούχε μαζευτή, νύχτωσε. . .Όσην ώρα μείνανε, δεν έπαψε ο άλλος φίλος, ο χλωμός και συμπαθητικός, πούτον τυπογράφος και λεγότανε Μίμης κι όλο κύτταζε μ' ένα βλέμμα βαθύ κι αλλοιώτικο τη Λιόλια να του πιπιλίζη του Νίκου το μυαλό για έναν «οικογενειακό χορό» που θα γινόταν απόψε στις εννιά στο χοροδιδασκαλείο τους στην Καπνικαρέα, που πήγαιναν ταχτικά από παιδιά με το Νίκο.

Εμένα, καθώς ξέρετε, με κατηγορούν, ότι προσέχω πιο πολύ στις λέξες παρά στα πράγματα· μα σας βεβαιόνω, ότι ζητώντας λέξες για τους δυο μικρούς αυτούς αχρείους, εστοχαζόμουνα συχνά τα πράγματα. Συχωρέστε μου την &αστειότητα& τούτη, όπως έλεγε η Κα Σεβινιέ, και να μην έχετε ποτέ αμφιβολία για το βαθύ σεβασμό μου.

Μα τέλος πια στους πύργους σαν έφτασαν των καραβιών και στο βαθύ χαντάκι, εκεί οι φρουροί τότ' άρχιζαν το δείπνο να τοιμάζουν· ύπνο όμως ο αργοφονιάς Ερμής τους περεχύνει 445 όλους, και το πορτί μεμιάς ανοίγει, και τους σύρτες τους σπρώχνει πέρα, κι' έπειτα μπάζει το γέρο μέσα και μπάζει τα καμαρωτά κανίσκια με το κάρο.

Πώς λοιπόν αποδεικνύεται τούτο, και κατά τι ημπορεί σωστά να ονομασθή ο τόπος μας απομεινάριον της τότε γης; Όλος ο τόπος μας από την επίλοιπον στερεάν εκτεινόμενος εις την θάλασσαν είναι ωσάν ακρωτήριον· το δε πέριξ αυτής δοχείον της θαλάσσης συμβαίνει να είναι όλον πολύ βαθύ.

Έτσι είπε, κι' όλων την καρδιά την άγγιξε στα στήθια, όσοι απ' το πλήθος της βουλής δεν τ' άκουσαν τα λόγια. Κι' η συντυχιά κουνήθηκε σαν κύματα μεγάλα μες στο Νικάριο πέλαγος, όταν ξεσπάει σιρόκος 145 ή όταν νοτιά απ' τα σύγνεφα του Δία και το δέρνει. Κι' όπως πλακώνει απόσπερος και το βαθύ χωράφι φυσσομανώντας το κουνά και σκύβουνε τ' αστάχια, έτσι άκρη ως άκρη σάλεψε ολόκληρο το πλήθος.

Πάλε του Κρόνου ο γιος καρδιά ξανάβαλε στους Τρώες 335 κι' ίσια αμπώξαν τους Αχαιούς ως στο βαθύ χαντάκι, κι' έτρεχε ο Έχτορας φωτιά γιομάτος με τους πρώτους.

Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία, εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο• και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235 τρέμοντας εσυρθήκαμετου άντρου μες τα βάθη. τα παχειά πρόβατ' έμπασετο ευρύχωρο το σπήλαιο. όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω, τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του. κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240 βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια. με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα. και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245 και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα, τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια• και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία, έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250 την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι, ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης; να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθετα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν, την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255

Ο μαντατοφόρος πήρε δυο ανάσες κι' άρχισε να ιστορή στο βασιλιά το πώς βρεθήκανε τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Μέσα σ' ένα βαθύ ρουμάνι, εκεί που γυρίζανε απελπισμένοι, οι ανθρώποι του βασιλιά, είδανε μια πιστικιά πούβοσκε τα πρόβατά της. Είχανε χαμένο το δρόμο τους και γυρίζανε νηστικοί και διψασμένοι μέσα στα πυκνά τα δέντρα.